Ας ξεκινήσουμε με
ένα απόσπασμα ενός δοκιμίου σχετικά με την αστική δημοκρατία στη Ρωσία,
γραμμένο το 1906, μετά την ήττα της πρώτης Ρωσικής Επανάστασης:
«Είναι εντελώς γελοίο να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στον τωρινό μεγάλο καπιταλισμό – άρτι εισαχθέντα σήμερα στη Ρωσία και καλά εδραιωμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες […] και τη «δημοκρατία» ή την «ελευθερία» (με όλες τις πιθανές σημασίες της λέξης).
Tο πραγματικό ερώτημα θα έπρεπε να είναι το εξής: Πώς αυτές οι έννοιες μπορεί να είναι «πιθανές» σε μακροπρόθεσμη βάση, κάτω από καπιταλιστική κυριαρχία;».[1]
Ποιος είναι ο συγγραφέας του διορατικού αυτού σχόλιου; Ο Λένιν, ο
Τρότσκι ή, μήπως, ο Πλεχάνοφ; Όχι· είναι ο Μαξ Βέμπερ, ο διάσημος αστός
κοινωνιολόγος. Αν ποτέ δεν ανέπτυξε αναλυτικά την διορατική του άποψη,
εδώ ο Βέμπερ υποδηλώνει ότι υπάρχει μια εγγενής αντίφαση ανάμεσα στον
καπιταλισμό και τη δημοκρατία.
Η ιστορία του 20ού αιώνα φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την άποψη: πολύ
συχνά, όταν η εξουσία των κυρίαρχων τάξεων φάνηκε να απειλείται από τον
λαό, η δημοκρατία παραγκωνίστηκε ως μια δαπανηρή πολυτέλεια και
αντικαταστήθηκε από το φασισμό (στην Ευρώπη, τις δεκαετίες του 1920 και
1930) ή τις στρατιωτικές δικτατορίες (στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες
του 1960 και του 1970).
Ευτυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο στη σημερινή Ευρώπη· ωστόσο, ιδιαίτερα τις
τελευταίες δεκαετίες με τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού, έχουμε μια δημοκρατία χαμηλής έντασης,μια
δημοκρατία χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο, ένα άδειο κέλυφος. Φυσικά,
εξακολουθούν να γίνονται εκλογές, αλλά φαίνεται να υπάρχει ένα μόνο
κόμμα, το ΕΚΑ, το Ενωμένο Κόμμα Αγοράς, με δύο παραλλαγές που έχουν
ελάχιστες μόνο διαφορές: τη δεξιά νεοφιλελεύθερη, και την
κεντροαριστερή-σοσιαλφιλελεύθερη.
Η παρακμή της δημοκρατίας είναι ιδιαίτερα ορατή στην ολιγαρχική
λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το Ευρωκοινοβούλιο έχει πολύ
μικρή επιρροή, ενώ η εξουσία βρίσκεται σταθερά στα χέρια μη εκλεγμένων
οργάνων, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Σύμφωνα με τον Giandomenico Majone, καθηγητή στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο
της Φλωρεντίας, και έναν από τους ημιεπίσημους θεωρητικούς της Ε.Ε., η
Ευρώπη χρειάζεται «μη πλειοψηφικά θεσμικά όργανα», δηλαδή «δημόσιους
θεσμούς που, εσκεμμένα, δεν θα λογοδοτούν ούτε στους ψηφοφόρους ούτε
στους εκλεγμένους αξιωματούχους:
αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να προστατευτούμε από την «τυραννία της πλειοψηφίας».
Σε αυτούς τους θεσμούς, χαρακτηριστικά όπως η τεχνογνωσία, η
επαγγελματική εχεμύθεια και η συνοχή […] είναι πολύ πιο σημαντικά από
ό,τι η άμεση δημοκρατική λογοδοσία».[2] Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς μια πιο κραυγαλέα απολογία του ολιγαρχικού και αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της Ε.Ε.
Κατά τη διάρκεια της παρούσας οικονομικής κρίσης, η δημοκρατία έχει
κατρακυλήσει στα χαμηλότερα επίπεδα. Σε ένα πρόσφατο άρθρο, το
περιοδικό Le Figaro έγραψε ότι η παρούσα κατάσταση είναι
έκτακτη, και αυτό εξηγεί γιατί οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν μπορεί να
τηρούνται πάντα. Όταν η κανονικότητα επιστρέψει, τότε μπορούμε να
αποκαταστήσουμε τη δημοκρατική νομιμότητα. Έχουμε, συνεπώς, ένα είδος
οικονομικοπολιτικής «κατάστασης εξαίρεσης», με την έννοια που αποδίδει ο
Καρλ Σμιτ στο όρο. Αλλά ποιος είναι ο κυρίαρχος που έχει το δικαίωμα να
κηρύξει, σύμφωνα με τον Σμιτ, την κατάσταση εξαίρεσης;
Για κάποιο χρονικό διάστημα μετά το 1789 και πριν την ανακήρυξη της
Γαλλικής Δημοκρατίας το 1792, ο βασιλιάς διατηρούσε το συνταγματικό
δικαίωμα του βέτο. Όποιες και αν ήταν οι αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης,
ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και τις προσδοκίες του γαλλικού λαού, η
τελευταία λέξη ανήκε στην Αυτού Μεγαλειότητα.
Στην Ευρώπη σήμερα, ο Βασιλιάς δεν ένας Βουρβόνος ή ένας Αψβούργος· ο
Βασιλιάς είναι το Χρηματοπιστωτικό Κεφάλαιο. Όλες οι παρούσες ευρωπαϊκές
κυβερνήσεις –εκτός από την ελληνική!– είναι λειτουργοί αυτής της
απολυταρχικής, φανατικής και αντιδημοκρατικής μοναρχίας. Είτε είναι
δεξιοί, θιασώτες του «ακραίου κέντρου» ή ψευδο-αριστεροί, είτε
συντηρητικοί, χριστιανοδημοκράτες ή σοσιαλδημοκράτες, όλοι υπηρετούν
φανατικά το δικαίωμα της Αυτού Μεγαλειότητος για βέτο.
O απόλυτoς και πλήρης κυρίαρχος σήμερα στην Ευρώπη είναι, ως εκ τούτου, η
παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Οι αγορές υπαγορεύουν σε κάθε χώρα το
ύψος των μισθών και των συντάξεων, τις περικοπές στις κοινωνικές
δαπάνες, τις ιδιωτικοποιήσεις, το ποσοστό της ανεργίας. Λίγο παλιότερα,
όρισαν ευθέως αρχηγούς κυβερνήσεων (Λουκάς Παπαδήμος στην Ελλάδα και
Μάριο Μόντι στην Ιταλία), επιλέγοντας τους λεγόμενους «ειδικούς»,
πιστούς υπηρέτες των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά σε μερικούς από αυτούς τους
παντοδύναμους «ειδικούς». Από πού προέρχονται; Ο Μάριο Ντράγκι, ο
επικεφαλής της ΕΚΤ είναι πρώην διευθυντής της Goldman Sachs. Ο Μάριο
Μόντι, πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος, είναι επίσης πρώην σύμβουλος της
Goldman Sachs. Ο Μόντι και ο Παπαδήμος είναι μέλη της Τριμερούς
Επιτροπής, ενός πολύ κλειστού κλαμπ πολιτικών και τραπεζιτών στο οποίο
συζητούν τις μελλοντικές κινήσεις τους. Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Τριμερούς είναι ο Πήτερ Σάντερλαντ, πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος, και πρώην
διευθυντής της Goldman Sachs.
Ο αντιπρόεδρος της Τριμερούς, Βλαντιμίρ Ντλούχι, πρώην υπουργός
Οικονομικών της Τσεχίας, τώρα είναι σύμβουλος της Goldman Sachs για την
Ανατολική Ευρώπη. Με άλλα λόγια: οι «ειδικοί» που είναι επιφορτισμένοι
με την σωτηρία της Ευρώπης από την κρίση, εργάζονταν σε μια από τις
τράπεζες που ευθύνονται άμεσα για την κρίση των στεγαστικών δανείων
υψηλού ρίσκου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει
κάποια συνωμοσία για να παραδοθεί η Ευρώπη στην Goldman Sachs, απλώς
απεικονίζει εύγλωττα την ολιγαρχική υφή της ελίτ των «ειδικών» που
κυβερνούν την Ε.Ε.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αδιαφορούν για τις διαμαρτυρίες, τις απεργίες,
τις μαζικές διαδηλώσεις και δεν νοιάζονται για τη γνώμη ή τα
συναισθήματα του πληθυσμού. Στο μόνο που είναι προσηλωμένες –εξαιρετικά
προσηλωμένες– είναι στη γνώμη και τα συναισθήματα των χρηματοπιστωτικών
αγορών, καθώς και των «υπαλλήλων» τους, των οίκων αξιολόγησης. Στην
ευρωπαϊκή ψευδο-δημοκρατία, η προσφυγή στον λαό με ένα δημοψήφισμα είναι
μια επικίνδυνη αίρεση ή, ακόμα χειρότερα, ένα έγκλημα εναντίον της
Αγίας Αγοράς. Η ελληνική κυβέρνηση είναι η μόνη που είχε το θάρρος να
οργανώσει μια τέτοια προσφυγή στον λαό.
Το ελληνικό δημοψήφισμα δεν αφορούσε μόνο τα θεμελιώδη οικονομικά και
κοινωνικά θέματα· αφορούσε επίσης, πάνω απ’ όλα, τη δημοκρατία. Το 61,3%
του ελληνικού Όχι ήταν μια προσπάθεια αμφισβήτησης του βασιλικού βέτο
των αγορών. Θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του
μετασχηματισμού της Ευρώπης, από καπιταλιστική μοναρχία σε δημοκρατική
πολιτική κοινότητα. Αλλά οι σημερινoί ολιγαρχικοί θεσμοί της Ευρώπης
δείχνουν μικρή ανοχή στη δημοκρατία.
Τιμώρησαν αμέσως τον ελληνικό λαό για την αυθάδη προσπάθειά του να
απαρνηθεί τη λιτότητα. Η κατασΤρόικα επέστρεψε στην Ελλάδα εκδικητική
επιβάλλοντας έναν βάναυσο πρόγραμμα οικονομικής υποτέλειας, κοινωνικής
αδικίας και απάνθρωπων μέτρων. Η γερμανική Δεξιά έφτιαξε αυτό το τέρας,
και το επέβαλε στον ελληνικό λαό με τη συνενοχή ψευτοφίλων της Ελλάδας
(Ολάντ, Ρέντσι κ.ο.κ.).
***
Ενώ η κρίση επιδεινώνεται και η οργή του κόσμου αυξάνεται, πολλές
κυβερνήσεις αισθάνονται, ολοένα και περισσότερο, τον πειρασμό να
κατευθύνουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς έναν αποδιοπομπαίο τράγο:
τους μετανάστες.
Έτσι, οι ξένοι χωρίς χαρτιά, οι μετανάστες από χώρες εκτός Ε.Ε., οι
μουσουλμάνοι και οι Ρομά παρουσιάζονται ως η κύρια απειλή για τη χώρα.
Αυτό βέβαια προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες σε ρατσιστικά, ξενοφοβικά,
ημι-φασιστικά ή γνήσια φασιστικά κόμματα, τα οποία ενισχύονται και ήδη,
σε αρκετές χώρες, μετέχουν στην κυβέρνηση — μια πολύ σοβαρή απειλή για
τη δημοκρατία στην Ευρώπη.
Η μόνη ελπίδα είναι η αυξανόμενη προσδοκία για μια άλλη Ευρώπη, μακριά
από τον άγριο ανταγωνισμό, τις βάναυσες πολιτικές λιτότητας, και την
αποπληρωμή αιώνιων χρεών. Μια άλλη Ευρώπη είναι εφικτή: δημοκρατική,
οικολογική και κοινωνική. Αλλά δεν πρόκειται να επιτευχθεί χωρίς κοινό
αγώνα των ευρωπαϊκών πληθυσμών, πέρα από εθνικά σύνορα και τα στενά
όρια του έθνους-κράτους.
Με άλλα λόγια, η ελπίδα μας για το μέλλον είναι η λαϊκή αγανάκτηση,
και τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία έχουν γνωρίσει άνοδο σε πολλές
χώρες, κυρίως μεταξύ των νέων και των γυναικών. Για τα κοινωνικά
κινήματα, γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία
είναι ένας αγώνας ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, και, σε τελευταία
ανάλυση, τον ίδιο τον καπιταλισμό, ένα εγγενώς αντιδημοκρατικό σύστημα,
όπως είχε ήδη επισημάνει ο Μαξ Βέμπερ, πριν από εκατό χρόνια.
[1] Max
Weber, «Zur Lage der bürgerlichen Demokratie in Russland» [Για την
κατάσταση της αστικής δημοκρατίας στη Ρωσία», Archiv für
Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, τόμ. 22 (1906), παράρτημα, σ. 353.
[2] Όπως
παρατίθεται από τον Perry Anderson στο Le Nouveau Vieux Monde [Ο νέος
παλαιός κόσμος], Agone, Μασσαλία 2011, σ. 154, 158 [αγγλ. έκδ.: Τhe New
Old World, Verso, 2009].
Μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης για τα Ενθέματα της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου