Οι καταιγιστικές εξελίξεις του καλοκαιριού του 1965, που έμειναν στην
Ιστορία ως «Ιουλιανά», περικλείουν δύο διαφορετικά αλλά συμπληρωματικά
φαινόμενα.
Το ένα ήταν η απροκάλυπτη περιφρόνηση της δημοκρατίας από τον βασιλιά
Κωνσταντίνο και το περιβάλλον του, η άρνηση προσφυγής στη λαϊκή
ετυμηγορία για την επίλυση της πολιτικής κρίσης που προκλήθηκε από τη
διάσπαση της Ενωσης Κέντρου και ο ευτελισμός των κοινοβουλευτικών
διαδικασιών μέσω της προσχεδιασμένης «σαλαμοποίησης» της τελευταίας, η
υπόθαλψη διαδοχικών αποστασιών με κάθε μέσο προκειμένου να σχηματιστεί
«βιώσιμη» κυβέρνηση στηριγμένη στους βουλευτές της δεξιάς
αντιπολίτευσης.
Και, μαζί με όλα αυτά, η απονομιμοποίηση μιας μεγάλης μερίδας του
πολιτικού κόσμου στη συλλογική συνείδηση, καθώς βουλευτές και στελέχη
της Ε.Κ. που τη μια μέρα διατράνωναν την πίστη τους στη δημοκρατία, την
επομένη λιποτακτούσαν για να περάσουν στο στρατόπεδο των νικητών με
εμφανή ή πιθανολογούμενα ανταλλάγματα.
Το δεύτερο φαινόμενο ήταν η κάθοδος των μαζών στο πεζοδρόμιο για να
υπερασπιστούν το δημοκρατικό άνοιγμα της προηγούμενης διετίας, οι 70
μέρες αλλεπάλληλων διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας και -σε μικρότερη
έκταση- στην υπόλοιπη Ελλάδα, η πεισματική άρνηση μιας μεγάλης μερίδας
του λαού να συμβιβαστεί με το ανακτορικό πραξικόπημα.
Διαδηλώσεις όπου οι οργανωμένοι πυρήνες ξεπερνιούνταν από την έκλυση
ενός πρωτόγνωρου λαϊκού αυθορμητισμού και οι οποίες επιχειρήθηκε να
κατασταλούν με απίστευτη φυσική βία από την αστυνομία, με πολλές
εκατοντάδες τραυματίες κι άλλες τόσες συλλήψεις.
Υπεράσπιση της δημοκρατίας
Οι ρίζες αυτής της μαζικής κινητοποίησης θα πρέπει να αναζητηθούν σε
δύο συμπληρωματικές πτυχές της κρατικής πολιτικής της προηγούμενης
διετίας και τη συνακόλουθη συλλογική βεβαιότητα πως η έκβαση της
αντιπαράθεσης στην κορυφή θα είχε καθοριστικές συνέπειες πάνω στη ζωή
των λαϊκών ιδίως στρωμάτων.
Η πρώτη απ’ αυτές τις πτυχές ήταν το δημοκρατικό άνοιγμα του 1964-65,
που η αποστασία έθετε άμεσα σε αμφισβήτηση. Δημοκρατικό άνοιγμα δειλό
μεν, αλλά με ουσιαστικές επιπτώσεις σε μια σειρά τομείς, από την
εντυπωσιακή χαλάρωση των μέτρων καταστολής (για πρώτη φορά οι μικρές
ιδίως υπαίθριες συγκεντρώσεις και πορείες δεν διαλύονται αυτοστιγμεί από
την αστυνομία) ή την απελευθέρωση των περισσότερων πολιτικών
κρατουμένων που σάπιζαν στις φυλακές από τη δεκαετία του 1940, μέχρι την
εξαγγελία (κι εν μέρει εφαρμογή) ενός δραστικού περιορισμού της
προαπαίτησης πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων στις δοσοληψίες των
πολιτών με το Δημόσιο, τη ρητή κατάργηση του αποκλεισμού των «μη
εθνικοφρόνων» από μια σειρά δικαιώματα (π.χ. έκδοση διαβατηρίου) και τον
περιορισμό της αστυνομοκρατίας στην καθημερινή ζωή.
Οι βασιλικές επιστολές με τις οποίες οδηγήθηκε σε παραίτηση ο
Παπανδρέου απαιτούσαν, αντίθετα, την «λήψιν ριζικών και αδιαβλήτων
μέτρων αποκαταστάσεως του σοβαρώς κλονισθέντος κράτους δικαίου,
εδραιώσεως της νομιμότητος και επαναφοράς του αισθήματος της ασφαλείας
και της τάξεως» στους εθνικόφρονες πολίτες, αναγορεύοντας ταυτόχρονα τα
ανάκτορα σε επίσημο προστάτη του μετακατοχικού βαθέος κράτους και την
καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» σε αδιαμφισβήτητη αποστολή των ενόπλων
δυνάμεων. Η πολιτική ανατροπή της 15ης Ιουλίου δεν ήταν ως εκ τούτου
αποκλειστική υπόθεση των κορυφών της εξουσίας, αλλά αφορούσε άμεσα την
ποιότητα της δημοκρατίας στη βάση της κοινωνίας.
Η «καταναλωτική ψυχολογία»
Δεύτερη κι εξίσου σημαντική αιτία του μαζικού ξεσπάσματος υπέρ των
Παπανδρέου, αν και συνήθως παραβλέπεται, υπήρξε η απτή θετική εμπειρία
από τη μικρή αλλά ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών
στρωμάτων κατά τη διάρκεια της σύντομης πρωθυπουργίας του. Ενώ το 1963 η
παραγωγικότητα είχε αυξηθεί κατά 13,9% και οι πραγματικοί μισθοί μόλις
κατά 4,6%, το 1964 τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 10,8% και 12,3%, με μια
ελαφρά αντιστροφή το 1965 σε 11,8% και 8,9%.
Η εξέλιξη αυτή δεν οφειλόταν μόνο στην κυβερνητική πολιτική παροχών
αλλά και στο διεκδικητικό κίνημα που σημειώθηκε μετά την εκλογική νίκη
της Ε.Κ. ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης του αστυνομικού κράτους και του
νέου συσχετισμού δυνάμεων στο κοινωνικό επίπεδο. Η διαυγέστερη παραδοχή
αυτής της σχέσης αποτυπώνεται σε ιδιωτική επιστολή ενός στελέχους της
ΕΡΕ, του πρώην υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Συντονισμού Παναγή
Παπαληγούρα, προς τον αυτοεξόριστο τέως πρωθυπουργό Κωνσταντίνο
Καραμανλή (6.4.1965).
Χαρακτηρίζοντας την οικονομική κατάσταση της χώρας «θλιβερή» και στα
πρόθυρα της χρεοκοπίας, με έλλειμμα «τουλάχιστον 70 εκατομμυρίων» στον
προϋπολογισμό του 1965, ο Παπαληγούρας δεν διστάζει να εντοπίσει τη ρίζα
του «κακού» στην κυβερνητική ανοχή των λαϊκών διεκδικήσεων ύστερα από
μια δεκαετία δρακόντειας λιτότητας. Παραδοχή αποκαλυπτική για την ταξική
υποκειμενικότητα των εννοιών της «ανάπτυξης» και της «υγιούς
οικονομίας» (αφού το «οικονομικό θαύμα» του εθνάρχη εμφανίζεται να
καταρρέει κάτω από το βάρος των εργατικών κατακτήσεων μιας μόνο χρονιάς)
αλλά και για την πρόσληψη της κρατικής χρεοκοπίας ως «ελπίδας» για την
ανάκτηση της πρωτοβουλίας από τις κυρίαρχες τάξεις:
«Εν τω μεταξύ -και αυτή είναι η τραγωδία- οι λαϊκές μάζες προβάλλουν
αιτήματα. Ο κομμουνισμός τούς ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση και η
Κυβέρνησις δεν έχει το θάρρος να πη όχι. Ετσι ακόμα και οι δικοί μας
οπαδοί, ιδία στην ύπαιθρο, έχουν γίνει αγνώριστοι. Ζητούν ό,τι είναι
δυνατόν να φαντασθής υπό μορφήν αμέσου παροχής. (Και είναι
χαρακτηριστικόν ότι δεν ζητεί πια κανείς να εκτελεσθή οποιοδήποτε έργο.)
Η γνώμη μου είναι ότι το εφετεινό έλλειμμα θα είναι μεγαλύτερο από
ό,τι το υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, πιστεύω δε ότι εντός του 1966
θα αντιμετωπίσουμε ανοικτή πλέον συναλλαγματική κρίση. Το χειρότερο
είναι ότι θα χρεωκοπήσουμε σε μια στιγμή που οι μάζες, έξαλλες, δεν θα
είναι εύκολο να ανεχθούν τα αναγκαία θεραπευτικά, περιοριστικά δηλαδή
της καταναλώσεως, μέτρα. [...] Σημειώνω ότι είναι πολύ δύσκολο σε μια
αντιπολίτευση να κατηγορή την Κυβέρνηση για την καταναλωτική της
πολιτική, όταν ολόκληρος ο λαός έχει αυτή τη στιγμή καταναλωτική
ψυχολογία, ανίκανος να συλλάβη το μακροπρόθεσμον συμφέρον του. Βέβαια,
άμα φθάσωμε στην χρεωκοπία και την ανοικτή συναλλαγματική κρίση, θα
συνέλθη μέχρις ορίου ο κόσμος. Αυτή είναι η ελπίς» (Αρχείο Καραμανλή,
Αθήνα 1998, τ. 7ος, σ. 313).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου