Η κρίση και η μακροχρόνια ανεργία έχουν δοκιμάσει κάθε κοινωνία,
αυξάνοντας τα θετικά και τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Στην
οικογενειοκρατούμενη Ελλάδα το πιο φυσικό είναι ο δοκιμαζόμενος να
στρέφεται στην οικογένεια για βοήθεια, κάτι αδιανόητο, για παράδειγμα,
στη Γερμανία όπου ο άγραφος αυτός -ελληνικός- νόμος ισοδυναμεί με
ντροπή.
Πέρα από τα θέματα ενηλικίωσης που αυτό εγείρει για μια κοινωνία,
έχει μια βασική συνέπεια: έφερε τη συγγενική υποστήριξη στα όριά της
καθώς η πενιχρή σύνταξη του παππού αδυνατεί να καλύψει την έλλειψη
εισοδήματος τριών γενεών που φτάνει από τα παιδιά στα εγγόνια.
Στη Γερμανία η εικόνα είναι διαφορετική, καθώς οι συντάξεις είναι
υψηλότερες και οι συνταξιούχοι τις χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους και
όχι για τη στήριξη της οικογένειας.
Ετσι εξηγούνται οι ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που είχε η περικοπή των συντάξεων στον ευρωπαϊκό Νότο.
Στις κεντροευρωπαϊκές χώρες, οι βαθιές κοινωνικές ανισότητες
μετριάζονται από το αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας.
Ελλείψει αυτών, στις χώρες του Νότου η κρίση έπληξε κυρίως τα μεσαία
στρώματα.
Αυτά είναι τα κυριότερα συμπεράσματα ευρωπαϊκής έρευνας σε εφτά χώρες
για τις στρατηγικές επιβίωσης τον καιρό της κρίσης, όπως προκύπτουν από
τη συζήτηση που κάναμε με την υπεύθυνη της εθνικής συνιστώσας της
έρευνας, Δέσποινα Παπαδοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα
Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου.
Πώς επιβιώνει ένας μακροχρόνια άνεργος της Ε.Ε. την εποχή της οικονομικής κρίσης; Ποιες τακτικές επιβίωσης ακολουθεί;
Οι άνεργοι Γερμανοί μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα με τους άνεργους Ελληνες, Ισπανούς και Πορτογάλους;
Οι χώρες ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές, οι θεσμοί εξεύρεσης εργασίας και η κοινωνία δραστηριοποιούνται με τον ίδιο τρόπο;
Ελλειψη βασικών αγαθών
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχείρησε να απαντήσει η έρευνα της Διεύθυνσης
Κοινωνικών Υποθέσεων και Ενταξης της Ε.Ε., η οποία έγινε σε τέσσερις
χώρες που βιώνουν την κρίση -Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα-
στη Ρουμανία ως αναπτυσσόμενη χώρα και στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Στόχος της ποιοτικής έρευνας, που βασίστηκε σε συνεντεύξεις και
ολοκληρώθηκε πέρσι, ήταν να αναδείξει τους διαφορετικούς τρόπους και
μηχανισμούς ανακούφισης της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της
μακροχρόνιας ανεργίας στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης.
Αυτά ήταν και τα ερωτήματα που καλέσαμε την κ. Παπαδοπούλου να μας απαντήσει:
«Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν για την επιβίωσή τους οι
μακροχρόνια άνεργοι στις χώρες του Νότου σε σχέση κυρίως με τη Γερμανία
είναι πολύ διαφορετικές. Για παράδειγμα, στην Ισπανία και την
Πορτογαλία, όπως και στην Ελλάδα, τίθεται πραγματικό θέμα επιβίωσης και
έλλειψης βασικών αγαθών, όπως τροφή, στέγη, ένδυση, ωστόσο στη Γερμανία
δεν υπήρχε κάτι ανάλογο και ο άνεργος θεωρούσε πρόβλημα την έλλειψη
πρόσβασης στο διαδίκτυο» μας λέει η κ. Παπαδοπούλου.
Ενα από τα βασικά θέματα που ανέκυψαν κατά τη διεξαγωγή της μελέτης
ήταν μεθοδολογικής φύσης, καθώς το δείγμα δεν ήταν εξίσου
αντιπροσωπευτικό αφού στις χώρες με πιο ισχυρές κοινωνικές δομές, όπως
είναι η Γερμανία και η Γαλλία, μεγάλο μέρος του ερωτώμενου πληθυσμού
προερχόταν από τους αντίστοιχους με τον ΟΑΕΔ θεσμούς για την ανεργία,
ενώ στη χώρα μας για παράδειγμα ο ΟΑΕΔ αρνήθηκε τις συνεντεύξεις -σ.σ.
άλλωστε δεν καλύπτει καν τους μακροχρόνια άνεργους- κι έτσι οι ερευνητές
κατέφυγαν στις κοινωνικές υπηρεσίες που είχαν πρόσβαση ή σε προσωπικές
επαφές που αφορούσαν πλέον ακραίες περιπτώσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν να έχει προσεγγιστεί διαφορετικός πληθυσμός,
γεγονός που από μόνο του ανέδειξε την αναποτελεσματικότητα του
κοινωνικού συστήματος στη χώρα μας καθώς υπάρχουν πολλοί αποκλεισμένοι
και κυρίως οι μακροχρόνια άνεργοι από το σύστημα, ενώ από τη σύνθεση των
εφτά διαφορετικών εθνικών εκθέσεων αναδείχτηκαν οι «θεμελιώδεις δομικές
διαφορές των κοινωνιών σε ό,τι αφορά την αλληλεγγύη και το ποιος
στηρίζει κάποιον που δεν έχει εισοδήματα».
Πάντως κοινή είναι η διαπίστωση ότι η κρίση σε όλες τις χώρες,
ανεξάρτητα από τον πλούτο των κοινωνιών, πολλαπλασίασε τα θετικά και τα
αρνητικά τους χαρακτηριστικά.
Λόγου χάρη, αν η Ελλάδα στηριζόταν σε ιδιωτικούς και οικογενειακούς
δεσμούς ως οικογενειοκεντρική κοινωνία, η κρίση ήρθε να πολλαπλασιάσει
τον ρόλο της οικογένειας, όπως αντίστοιχα πολλαπλασιάστηκε ο ρόλος των
κρατικών δομών στη Γερμανία.
Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία του κράτους να στηρίξει τον Ελληνα
πολίτη επίσης μεγεθύνθηκε, «με λίγα λόγια οι αδυναμίες έγιναν πιο
αρνητικές αλλά και τα στηρίγματα σε κάθε χώρα ενισχύθηκαν. Για
παράδειγμα, στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου μπορεί η
οικογένεια όντως να στηρίζει αλλά έφτασε και στα όριά της» μας λέει η
ερευνήτρια και εξηγεί ότι «όταν ο ηλικιωμένος που έπαιρνε μια πενιχρή
σύνταξη έφτασε να στηρίζει τρεις γενιές και να πρέπει με αυτήν να ζήσουν
5-7 άτομα, εκεί φάνηκαν και τα όρια της οικογένειας.
Και μπορεί για τους Βορειοευρωπαίους μια τέτοια σύνταξη να φαίνεται
μεγάλη, όπως δείχνουν και οι διεκδικήσεις των δανειστών, ωστόσο σε αυτές
τις χώρες ο ηλικιωμένος δεν έχει να ζήσει τα παιδιά και τα εγγόνια του
με αυτήν λόγω της αυτονομίας που υπάρχει ως αξία μέσα στις οικογένειες,
ενώ υπάρχουν παράλληλα επιδόματα που στηρίζουν τους νεότερους και ο
παππούς ό,τι παίρνει το ξοδεύει για τον εαυτό του…»
Δίκτυα αλληλεγγύης
Αλλο ένα χαρακτηριστικό που αναδείχτηκε είναι η ιρλανδική περίπτωση
στην οποία η έντονη κοινωνική συλλογικότητα αποτελεί έναν πολύ πιο
υποστηρικτικό παράγοντα σε σχέση με τις χώρες του Νότου που υστερούν σε
αυτόν τον τομέα.
Και μάλιστα όχι μόνο τα συλλογικά δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά
και οι θεσμοί κοινωνικής προστασίας είναι πιο ισχυροί στις βόρειες
χώρες σε σχέση με τις νότιες.
Οσο για τις τακτικές επιβίωσης; Δεν εντάσσονται σε ατομικό υπόβαθρο,
καθώς οι επιλογές είναι εξ ορισμού πολύ περιορισμένες παντού και παρά
τις διαφορές σε κάθε χώρα ανάλογα με τις δομές της έχουμε σε αδρές
γραμμές χαμηλότερη κατανάλωση, προτίμηση στα πιο φτηνά προϊόντα και σε
μεγάλο βαθμό επιστροφή στην οικιακή οικονομία.
Μια αποκαρδιωτική διαπίστωση; «Ημασταν η μοναδική χώρα από τις εφτά
της οποίας οι συλλογικές δομές εμφάνιζαν μεγάλη εξάρτηση από τα κόμματα»
μας λέει η κοινωνική επιστήμονας, εντοπίζοντας στην κομματοκρατία ένα
από τα μελανά σημεία στα οποία έχει στηριχτεί το κράτος μεταπολιτευτικά.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η
Κοινωνιολογία του Αποκλεισμού και της Κοινωνικής Μεταβολής, ακόμη ένα
σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι μέσα στην κρίση η μεσαία τάξη
αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς «τα λαϊκά στρώματα, αυτό που
ονομάζαμε παλιότερα εργατική τάξη, εμφανίζουν περισσότερες αντοχές αφού
ένας φτωχός που είχε ήδη δυσκολίες προσαρμόστηκε πολύ πιο εύκολα σε μια
τέτοια κατάσταση σε σύγκριση με το σοκ που υπέστησαν τα μεσαία στρώματα
τα οποία ζούσαν σε μια ευρωστία και εμφανίστηκαν πολύ δυσπροσάρμοστα
στην κρίση.
Πέρα από την ψυχοκοινωνική διάσταση, αυτό έχει και μια πραγματική
διάσταση καθώς σαφώς οι μεσαίες τάξεις έχουν φτωχύνει βίαια και απότομα
και έχει μειωθεί το εισόδημα πολύ πιο έντονα απ’ ό,τι στα κατώτερα
κοινωνικά στρώματα.
Η Γαλλία και η Γερμανία είναι χώρες όπου οι κοινωνικές ανισότητες
ήταν μεγαλύτερες και πολύ πιο έντονα ξεχωρίζουν τα ανώτερα κοινωνικά
στρώματα από τα μεσαία, που δεν έχουν τη μαζική παρουσία την οποία
συναντούμε στον Νότο και στις χώρες που αναπτύχθηκαν βίαια και γρήγορα
μέσα σε μια εικοσαετία».
Ομοιότητες και διαφορές σε 7 χώρες
• Ανεργία: οι συνθήκες δεν είναι και στις εφτά χώρες
ίδιες: την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα και την Ισπανία τα ποσοστά
ανεργίας σχεδόν τριπλασιάζονταν την περίοδο 2007-2013 ξεπερνώντας το
25%, στη Γερμανία, αντίθετα, όχι μόνο παρέμειναν χαμηλά, αλλά μειώθηκαν
στο 5% από περίπου 8%. Σε Γαλλία και Πορτογαλία αυξήθηκε σημαντικά, στην
Ιρλανδία την αύξηση ακολούθησε μικρή πτώση, αλλά στη Ρουμανία η ανεργία
ήταν η μικρότερη μετά της Γερμανίας καθώς η χώρα είχε γνωρίσει
σημαντικά επίπεδα μετανάστευσης λόγω μεγάλης φτώχειας.
• Επιδοτήσεις: διαφέρουν από χώρα σε χώρα και στο
ύψος των χρημάτων και στην περίοδο που καλύπτουν. Στη Γαλλία
εμφανίζονται οι μικρότεροι αποκλεισμοί και η επιδότηση μπορεί να φτάσει
ακόμη και τους 36 μήνες για όσους έχουν ηλικία άνω των 50 ετών, ενώ το
σύνηθες είναι παροχές 12 μηνών για δύο χρόνια. Ωστόσο οι άνεργοι
αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους να βιώσουν μείωση στο επίπεδο
διαβίωσης παντού.
• Φτώχεια: στην έρευνα αναδεικνύονται οι πληθυσμοί
που διαβιούν στη φτώχεια, αν και οι συνθήκες ποικίλλουν από χώρα σε
χώρα. Η Ρουμανία με ποσοστό 19% και η Ελλάδα με σχεδόν 15% έχουν τα
υψηλότερα ποσοστά φτώχειας ανάμεσα στους εργαζόμενους, ωστόσο η
Ρουμανία, όπου το 30% στερείται υλικών αγαθών, ζει μια δύσκολη κατάσταση
τα τελευταία 20 χρόνια ενώ στην Ελλάδα η απότομη μείωση του βιοτικού
επιπέδου σχετίζεται με την κρίση. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί αναφέρουν
οικονομική στενότητα αλλά δεν θεωρούν ότι απειλείται το επίπεδο
διαβίωσης, την ώρα που η φτώχεια αγγίζει περισσότερους από τον έναν
στους πέντε σε Ελλάδα, Ισπανία και Ρουμανία (σε ποσοστά από 23,1-22,2%).
«Αναρωτιόμαστε κάθε μέρα πώς θα βάλουμε φαγητό στο τραπέζι για τα
παιδιά μας» αναφέρει ένας 29χρονος Ρουμάνος άνεργος για περισσότερο από
ένα χρόνο, που ζει με τα παιδιά του και την επίσης άνεργη γυναίκα του.
• Υγεία: και η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας είναι
πιο προβληματική στις χώρες με ανεπαρκώς αναπτυγμένα συστήματα υγείας,
πρόβλημα που οξύνεται λόγω της κρίσης. Μερικές φορές ασθενείς έχουν
αναγκαστεί να σταματήσουν ακόμη και τις θεραπείες τους, καθώς δεν
μπορούν να πληρώνουν για φάρμακα, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.
• Η κοινωνική ζωή δεν μένει ανεπηρέαστη, αφού η
κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου συμπαρασύρει και τη συμμετοχή σε
διάφορες δραστηριότητες με αποτέλεσμα, κυρίως στις νοτιοευρωπαϊκές
χώρες, να έχουν επηρεαστεί βαθιά και τα κοινωνικά δίκτυα.
• Σε αυτές τις συνθήκες κρίσης ωστόσο είναι αρκετά
δύσκολο να βρεθούν ακόμη και αδήλωτες θέσεις απασχόλησης στην άτυπη
οικονομία στην οποία καταφεύγουν πολλοί άνεργοι, ενώ και εδώ τα σκήπτρα
στην αδήλωτη εργασία κρατούν οι πιο φτωχές χώρες όπως η Ρουμανία με
28,4% και η Ελλάδα με 23%. Τυχαίο;
• Αξιοσημείωτα είναι και τα στοιχεία σχετικά με το
πόσοι νέοι ζουν τουλάχιστον με ένα μέλος της οικογένειάς τους: ενώ στη
Γερμανία είναι μόλις το 12,6% των νέων 25-34 ετών πριν από την κρίση
(2007), που αυξάνεται στο 13,1% το 2013, στην Ελλάδα από το 47% πάει στο
51,3% -περισσότεροι από τους μισούς-, στην Ισπανία από το 37,3% πάει
στο 39,3%, στην Πορτογαλία από το 39,9% πάει στο 41,5% και στη Ρουμανία
από το 38,1% φτάνει στο 46,6% σημειώνοντας και τη μεγαλύτερη αύξηση.
Αντίθετη είναι η τάση στη Γαλλία όπου από το 10,5% -μόλις ο ένας στους
δέκα- πέφτει στο 9,8% και στην Ιρλανδία όπου το 27,3% των νέων που
ζούσαν με τους γονείς τους μειώνεται στο 21,7%. Σε όλες τις χώρες
ανεξαιρέτως ωστόσο αυξήθηκε το ποσοστό των άνεργων νέων που ζούσαν
τουλάχιστον με τον έναν γονιό τον καιρό της κρίσης.
Ολόκληρη η έρευνα στο: ec.europa.eu/social/publications
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου