Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του (8/7/2015) ανέλαβε προσωπικά την
πολιτική ευθύνη για όσα λάθη συντελέστηκαν κατά την πεντάμηνη περίοδο
των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι η
σημερινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα επωάστηκε σε
μεγάλο βαθμό στις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκαν κατά
την περίοδο 2010-2014 στο πλαίσιο των δύο αποκαλούμενων «Μνημονίων
Κατανόησης».
Με βάση τα δεδομένα αυτά, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Το
τρίτο Μνημόνιο Κατανόησης ή η συμφωνία 2015-2018 που διαπραγματεύεται ή
καλείται, στις σημερινές δυσμενείς συνθήκες στην Ελλάδα, να υπογράψει η
ελληνική κυβέρνηση, τι χαρακτήρα, περιεχόμενο και προοπτική διαγράφει
για την ελληνική οικονομία και κοινωνία;
Με άλλα λόγια, ο πυρήνας του χαρακτήρα και του περιεχομένου του
συνίσταται, όπως και στα δύο Μνημόνια 2010-2014, στον συνδυασμό
δημοσιονομικής λιτότητας και ύφεσης, παρά τις δραματικές περικοπές
μισθών, συντάξεων, δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, που απέτυχαν στη
μείωση του ποσοστού χρέους ως προς το ΑΕΠ ή η δημοσιονομική διάσταση του
νέου προγράμματος 2015-2018 αντισταθμίζεται με την προοπτική
αναδιάρθρωσης του χρέους και της χρηματοδότησης ενός συγκροτημένου
σχεδίου επενδύσεων στη χώρας μας;
Οι προβληματισμοί αυτοί σημαίνουν ότι στις σημερινές δυσμενείς
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας πλήρη
επίγνωση της πραγματικότητας, απαιτείται να διαπραγματευτεί ένα
πρόγραμμα μετάβασης από την ύφεση και την ανεργία στην κανονικότητα, την
εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών
βαρών και των ωφελειών της ανάκαμψης.
Πιο συγκεκριμένα, στην κατεύθυνση αυτή, το περιεχόμενο ενός τέτοιου
προγράμματος προϋποθέτει τη χαλάρωση της λιτότητας, τις διαρθρωτικές
αλλαγές, την αναδιάρθρωση του χρέους και τη χρηματοδότηση ενός ισχυρού
επενδυτικού σχεδίου.
Από την άποψη αυτή, η στρατηγική ενός τέτοιου προγράμματος
επιβάλλεται να έχει ως προσανατολισμό τον περιορισμό της έντασης και της
διάρκειας της λιτότητας, την υλοποίηση των αναγκαίων διαρθρωτικών
αλλαγών και των απαραίτητων θεσμικών μετασχηματισμών που αντιμετωπίζουν
τις ανισότητες σε βάρος των αποκλεισμένων, οικονομικά και κοινωνικά,
ομάδων του πληθυσμού, την αποκατάσταση και ρύθμιση του θεσμικού πλαισίου
της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, τον σχεδιασμό της
παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, καθώς και την
εξασφάλισης της μακροχρόνιας βιωσιμότητας και κοινωνικής
αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Αυτό σημαίνει ότι στη διάρθρωση της νέας συμφωνίας απαιτείται το
μείζον να είναι η αναδιάρθρωση του χρέους, το χρηματοδοτικό-επενδυτικό
πρόγραμμα και οι διαρθρωτικές αλλαγές και το έλασσον να είναι οι
δημοσιονομικοί περιορισμοί.
Κατά συνέπεια, η στρατηγική και το μείγμα της οικονομικής και
κοινωνικής πολιτικής στη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και
κοινωνίας πρέπει να επιδιώκουν αφενός τη συρρίκνωση και τον έλεγχο της
εξάπλωσης της λιτότητας και των δημοσιονομικών περιορισμών στον
κοινωνικοοικονομικό ιστό και αφετέρου και διεύρυνση των δυνατοτήτων
βεβαιότητας, κοινωνικοοικονομικής λειτουργικότητας και
αποτελεσματικότητας.
Στην κατεύθυνση αυτή, θα δημιουργηθούν παράλληλα με τη χαλάρωση της
λιτότητας οι συνθήκες ανάκαμψης και σταδιακής απορρόφησης της ανεργίας.
Ετσι, η ελληνική οικονομία θα τεθεί από το 2016 σε τροχιά επανεκκίνησης
μετά από πέντε χρόνια καταστροφής ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας,
φτωχοποίησης του πληθυσμού και απώλειας παραγόμενου πλούτου της τάξης
του 25%.
Ομως η μετάβαση από τη φάση της επανεκκίνησης στη φάση της ανάκαμψης
και στη συνέχεια της ανάπτυξης προϋποθέτει συγκροτημένο αναπτυξιακό
σχέδιο και σημαντικούς πόρους χρηματοδότησης. Πράγματι, ένα αναπτυξιακό
πρόγραμμα που θα φέρει την ελληνική οικονομία από την ύφεση στην
ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ 2016-2020, ξεκινώντας τα πρώτα
χρόνια από μια ανάκαμψη της τάξης 1,5%-2%. Ομως, μια τέτοια αναπτυξιακή
προοπτική απαιτεί σχεδιασμένη παρέμβαση. Αυτό σημαίνει ότι στις
δεκατρείς γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας απαιτείται να εκπονηθούν 13
master plans ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής
οικονομίας.
Με άλλα λόγια, επιβάλλεται να απαντηθούν ποιες είναι οι αναπτυξιακές
δυνατότητες κάθε περιφέρειας και κάθε κλάδου, προκειμένου να
πραγματοποιηθούν συγκεκριμένες επενδύσεις με όρους καινοτομικής και
αναπτυξιακής επιχειρηματικότητας και όχι, όπως στο παρελθόν, με όρους
επιδοματικής επιχειρηματικότητας. Κατά συνέπεια, εάν η αναπτυξιακή και
κοινωνική πολιτική δεν αποτελέσει αντισταθμιστική συνιστώσα στη
δημοσιονομική διάσταση της συμφωνίας, τότε θα δημιουργηθούν περισσότερο
συσταλτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της κοινωνικοοικονομικής λειτουργίας
και αναπαραγωγής και λιγότερο διασταλτικές και επεκτατικές δυνάμεις της
κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προοπτικής θα αποτυπωθεί στον χαμηλό ρυθμό
αύξησης του ΑΕΠ, του εισοδήματος, της δαπάνης και της δημιουργίας νέων
θέσεων εργασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση στάσιμων ή αρνητικών ρυθμών των
οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, δεν θα είναι δυνατόν να
περιοριστούν οι συνθήκες αναπαραγωγής του φαύλου κύκλου της ύφεσης και
της στασιμότητας καθώς και της διατήρησης σε υψηλά επίπεδα της ανεργίας.
Συντάκτης: Σάββας Γ. Ρομπόλης - ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου