Δυσανεξία στους επιχειρηματίες, που μέχρι χθες υπερθεμάτιζαν για την
ανάγκη συμβιβασμού «με κάθε κόστος», προκαλεί η συνταγή της κυβέρνησης
να επιδιώξει συμφωνία φορτώνοντας ξανά με φόρους τον ιδιωτικό τομέα και
χωρίς -κατά τη συνήθη ρητορική τους- να αγγίξει καθόλου το «σπάταλο
Δημόσιο» και τη φοροδιαφυγή.
Στη γραμμή του ΔΝΤ, που εμφανίζεται επίσης να εμμένει σε μεγαλύτερες
περικοπές δημόσιων δαπανών (μισθοί, συντάξεις, κλείσιμο οργανισμών κ.ά.)
και να δυσανασχετεί με τις φορολογικές επιβαρύνσεις, οι εκπρόσωποι των
μεγαλύτερων επιχειρηματικών φορέων της χώρας δηλώνουν μεν ανακουφισμένοι
από την προοπτική συμφωνίας που θα εξομαλύνει τις δύσκολες συνθήκες
στην αγορά και θα ξανανοίξει τους κρουνούς της χρηματοδότησης,
προειδοποιούν ανοιχτά όμως πως δεν θα στηρίξουν έναν «υφεσιακό»
συμβιβασμό εφόσον δεν αλλάξει το μείγμα των προτάσεων ή δεν βρεθούν
ισοδύναμα μέτρα που θα περιορίζουν το κόστος για τις επιχειρήσεις.
Και αυτό παρότι όλα δείχνουν πως για το «κοστούμι» των 7,9 δισ. ευρώ
που ράβεται στην αγορά, η οικονομία γλιτώνει άλλα τόσα από τη μείωση του
στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων στη διετία, διευκολύνεται η πρόσβαση
στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και περιορίζεται το ρίσκο χώρας με άμεσο
όφελος ως προς το κόστος δανεισμού ειδικά των μεγάλων επιχειρήσεων.
Στην πράξη, η αντίδραση αρκετών εκπροσώπων εργοδοτικών φορέων ηχεί ως
έμμεση απειλή ότι αν δεν υπάρξουν περισσότερα «γλυκαντικά» για τη ζημιά
που θα υποστούν από τις αυξήσεις του ΦΠΑ, την έκτακτη εισφορά επί των
κερδών, την άνοδο των φορολογικών συντελεστών στο 29% με την προκαταβολή
στο 100% και την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, οι επιχειρήσεις θα
«αμυνθούν» με περισσότερες απολύσεις και ακόμη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή.
«Κόψτε από το Δημόσιο»
Ενδεικτικό το μήνυμα που έστειλε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, ο
οποίος σε παρέμβασή του για το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης
επισημαίνει ότι «ο ΣΕΒ θα στηρίξει έμπρακτα μια συμφωνία ανάπτυξης και
προοπτικής για την ελληνική οικονομία, που θα προτάξει τις διαρθρωτικές
αλλαγές, θα περιορίσει τις δαπάνες και δεν θα οδηγεί επιχειρήσεις και
εργαζομένους σε ασφυξία μέσω της υπερβολικής φορολόγησης που
προτείνεται». Στο πλαίσιο αυτό οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων καλούν την
κυβέρνηση να προχωρήσει σε «περαιτέρω περικοπές και καλύτερη στόχευση
των κρατικών δαπανών, καθώς και σε άμεση υλοποίηση μέτρων πάταξης της
φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, που στερούν πόρους από τους μισθούς
και τις συντάξεις».
Σε ανάλογο ύφος, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Κων/νος Μίχαλος, εκτίμησε πως,
παρότι τα μέτρα της ελληνικής πρότασης αποτελούν προϊόν πιέσεων από τους
δανειστές, «είναι άκρως υφεσιακά, συνιστούν άγρια φοροεπιδρομή για τις
επιχειρήσεις και θα οδηγήσουν σε σωρεία νέων λουκέτων μικρομεσαίων
επιχειρήσεων στην αγορά». Προέβλεψε επίσης ότι τα μέτρα θα φέρουν «βαρύ
πλήγμα στην απασχόληση λόγω της αύξησης των εργοδοτικών εισφορών που θα
αποτελέσουν ισχυρό αντικίνητρο για νέα προσλήψεις» και ζητά από την
κυβέρνηση να αντικαταστήσει τους φόρους με μέτρα περιορισμού της
κρατικής σπατάλης και της φοροδιαφυγής.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, από την πλευρά του επέμεινε
περισσότερο στις θετικές επιπτώσεις από μια συμφωνία «που θα ξεκλειδώσει
κεφάλαια 35 δισ. ευρώ για την Ελλάδα», σημείωσε ωστόσο πως «τα μέτρα
των 8 δισ. ευρώ της ελληνικής πρότασης είναι πολύ βαρύς λογαριασμός για
τη μεσαία τάξη της χώρας» και πολλά από αυτά επισωρεύουν επιπλέον
οικονομικά βάρη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και διατηρούν ένα
καθεστώς λιτότητας και υπερφορολόγησης που θα δυσκολέψει την ανάκαμψη
της ελληνικής αγοράς.
Η ΓΣΕΒΕΕ χαρακτηρίζει την ελληνική πρόταση συμφωνίας «εργαλείο
κατεδάφισης του παραγωγικού ιστού» και εκτιμά ότι η πολυαναμενόμενη
συμφωνία καταλήγει τελικά σε ένα μεταλλαγμένο υφεσιακό πρόγραμμα που
παρατείνει την περίοδο υπανάπτυξης και πλήττει τις μικρές και μεσαίες
επιχειρήσεις.
Περισσότερο «ανεκτικός» με τα προτεινόμενα μέτρα για τον κλάδο, ο
Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) επισημαίνει ότι το
σύνολο του τουριστικού τομέα θεωρεί αποδεκτή και θα στηρίξει μια αύξηση
του συντελεστή διαμονής στο 13% από το 6,5%, υπό την προϋπόθεση όμως πως
θα διατηρηθεί ο ΦΠΑ της εστίασης στο 13%. Θεωρεί δε πως εάν η κυβέρνηση
υποκύψει στις πιέσεις και αποδεχτεί αύξηση του ΦΠΑ στο 23%, το
αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό, καθιστώντας το τουριστικό προϊόν την
Ελλάδας εκτός ανταγωνισμού.
Εντονη ήταν και η αντίδραση του περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου Γ.
Χατζημάρκου, ο οποίος μίλησε για «κοκτέιλ θανάτου» με την κατάργηση των
μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου και την αύξηση των
συντελεστών σε ακτοπλοΐα, τουρισμό και εστίαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου