Στον τελευταίο σου λόγο στη Βουλή ως αρχηγού κόμματος μου φάνηκες
ωχρός και κουρασμένος. Κι ας προσπάθησες να εκφωνήσεις έναν λόγο τάχα
δροσερό, με χιούμορ κι ευφυολογήματα.
Με προειδοποίησες για την επερχόμενη καταστροφή, προφήτεψες το τέλος
μου, μιας κι αρνήθηκα να επιτρέψω στην εξουσία να κουρνιάσει και πάλι
στη θαλπωρή της μεγάλης αγκαλιάς σου. Και, φυσικά, σε ανάμνηση της
σχέσης μας όλα αυτά τα χρόνια, μου κούνησες το δάχτυλο επιτιμητικά. Για
ύστατη φορά, ελπίζω.
Μου το κουνάς από χρόνια αυτό το δάχτυλο, προσπαθώντας πάντοτε να μ’
εκφοβίσεις. Από οθόνης ή από βήματος. Κι ειδικότερα, από τότε που η
επίπλαστη εικόνα που σου έχτισαν οι επικοινωνιολόγοι σου και οι
παραφυάδες τους στα ΜΜΕ ξεκίνησε να καταρρέει. Από τότε που ξέφτισε ο
μύθος σου ως «δεινού ρήτορα» και πολιτικού «με μέγεθος» και το προσωπείο
σου του «φερέλπιδος συνταγματολόγου».
Είχες πάντα προνομιακή μεταχείριση στα κάθε λογής παράθυρα.
Αποδείχτηκες αντάξιός της· ένας τενόρος της φανφάρας, ένας κήρυκας του
κενού λόγου, ένας αγορητής της πλάνης, ένας ψάλτης τού τίποτα, ένας
τελάλης χωρίς μήνυμα. Ακατάληπτες λέξεις εκσφενδονίζονταν απ’ το στόμα
σου, χωρίς νόημα κι ουσία καμιά, μόνο για να γεμίσουν τον τηλεοπτικό
χρόνο και να παγώσουν τα μυαλά και τις ψυχές των ανθρώπων.
Είχες για τα πάντα κάτι πομπώδες, στομφώδες μα συνάμα κούφιο κι
αδειανό να πεις, κομπορρημονούσες και κάγχαζες ως ο υπέρτατος γνώστης, ο
μοναδικός επαΐων, ως να είσαι η Αυθεντία της εποχής.
Μα ξάφνου οι εποχές αλλάξανε, δυσκόλεψαν για σένα· η Αυτοκρατορία που
σε ανέδειξε παραπαίει, δεν έβρισκες πια εύκολα υπηκόους για να
εξουσιάσεις, ούτε ορντινάντσες να σου κάνουν υποκλίσεις.
Μόνο τα παράθυρα εξακολούθησαν να σε υπηρετούνε, αλλά κι αυτά
κοίταζαν πια στον ακάλυπτο· η πλατεία με τον κόσμο, πάντοτε γεμάτη, τους
έστρεψε την πλάτη. Στα τελευταία σου, έχανες συχνά την ψυχραιμία σου,
κάθιδρος εκνευριζόσουν, κατέφευγες σε υψηλούς τόνους και φωνές, σε κρύα
αστεία, εσύ, ο αλλοτινός ατσαλάκωτος Ρήτωρ του Εθνους.
Η Ιστορία φλερτάρει με το να σε χρίσει τον σπουδαιότερο
αντισυνταγματολόγο των καιρών μας. Πλείστα τα νομοθετήματά σου που
παραβίασαν, νομότυπα πάντα, το δημοκρατικό πνεύμα κάθε Συντάγματος και
υπηρέτησαν με πάθος τη θρησκεία της διαπλοκής και της ιδιοτέλειας, τον
κομματισμό και την πολιτική σου συντεχνία.
Γαντζωμένος στην εξουσία με νύχια και με δόντια, με κάθε τίμημα·
μακριά της, ένιωθες καταδικασμένος. Εδωσες τον δικό σου υπέρ πάντων
αγώνα, χωρίς καμιά αναστολή και επί πτωμάτων· μα άλλον πανηγυρικό μάλλον
δεν θα ξανακούσεις.
Υπέστειλες τις σημαίες σου και παρέδωσες το αδειανό σου
θησαυροφυλάκιο. Μα εγώ, όσο κι αν θέλω, δεν μπορώ να σε ξεχάσω. Σε
βρίσκω μπροστά μου σε κάθε μου βήμα, τα έργα και οι μέρες σου με
σημάδεψαν ανεξίτηλα.
Δεν προλαβαίνω να χαρώ για το φινάλε σου, πού τέτοιες πολυτέλειες για
χαιρεκακίες. Τους κόπρους που μου άφησες προσπαθώ να καθαρίσω,
βουτηγμένος μέχρι τον λαιμό.
Καλή σου σύνταξη, λοιπόν. Τέτοια ευχή μάλλον εγώ δεν πρόκειται ν’ ακούσω. Κι αυτό, (και) δικό σου έργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου