Σε αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή της διαπραγμάτευσης, η "Αυγή"
ρώτησε τρεις έγκυρους οικονομολόγους να απαντήσουν στο ερώτημα: Πώς
βλέπετε την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων και τι εκτιμάτε για το
αποτέλεσμά τους; Ποια νομίζετε πως πρέπει να είναι η στάση της ελληνικής
κυβέρνησης;
Απαντούν ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VIII Κώστας Βεργόπουλος, ο διευθυντής του Ινστιτούτου "Ν. Πουλαντζάς" Χάρης Γολέμης και ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Κώστας Μελάς.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να κλείσει
Του Κώστα ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι προτιμότερη η συμφωνία με έντιμο
συμβιβασμό προς όφελος όλων των πλευρών από τη ρήξη, με συνέπεια την
κατάδυση της χώρας σε άγνωστα και αχαρτογράφητα ύδατα. Εάν σήμερα το
πρόβλημα της χώρας είναι η έξοδος από τη λιτότητα, στην περίπτωση ρήξης,
η είσοδός της σε πολλαπλάσια σε ένταση λιτότητα θα ήταν εξασφαλισμένη.
Μέχρι πρόσφατα οι διαπραγματεύσεις είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο λόγω της
εμμονής των εταίρων μας σε τεχνοκρατικά κριτήρια και εάν αυτές έχουν
τεθεί σήμερα σε θετική τροχιά για την επίτευξη τελικής συμφωνίας, αυτό
οφείλεται στη δεξιοτεχνία του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος τις έχει
αναλάβει προσωπικά και εγγυάται για την επιτυχή κατάληξή τους. Φυσικά,
στο πλαίσιο κάθε συμβιβασμού υπάρχουν και οι παραχωρήσεις. Εξασφαλίζεται
πως δεν πρόκειται να ληφθούν πρόσθετα άμεσα υφεσιακά μέτρα για άμεσες
περικοπές μισθών και συντάξεων. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν
παραχωρούνται οριζόντια και έμμεσα υφεσιακά μέτρα, όπως π.χ. η αύξηση
του ΦΠΑ για αρκετά και βασικά είδη.
Επίσης, η φορολογία γίνεται βεβαίως κοινωνικά δικαιότερη, αφού
φορολογούνται περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα και λιγότερο τα
χαμηλότερα, όμως, από μακροοικονομική άποψη, κάθε αύξηση φορολογίας,
είτε άμεσης είτε έμμεσης, αποφέρει μοιραία υφεσιακή επίπτωση. Εάν τελικά
το κράτος καταλήξει να αποσπά από την οικονομία περισσότερα απ' ό,τι
πριν, η συνέπεια θα είναι κατ' αρχάς υφεσιακή.
Έπειτα, υπάρχει το ζήτημα ότι έως σήμερα δεν είναι σαφές το ακριβές
αντικείμενο της υπό διαπραγμάτευση συμφωνίας. Η κυβέρνηση δηλώνει πως
διαπραγματεύεται σε πακέτο, όχι μόνο την ενδιάμεση συμφωνία του
Απριλίου, αλλά μαζί με αυτήν και την προβλεπόμενη συμφωνία του Ιουνίου,
που αναμένεται να ισχύσει για την επόμενη τριετία, ενώ παράλληλα, από
την άλλη πλευρά, τόσο τη γερμανική και όσο αυτήν του Ντάισελμπλουμ,
δίδεται έμφαση στο ότι η τρέχουσα διαπραγμάτευση δεν αφορά παρά
αποκλειστικά και μόνο την αξιολόγηση και το κλείσιμο του δεύτερου
προγράμματος ευρωπαϊκής βοήθειας προς τη χώρα μας. Σε αυτήν την
περίπτωση, θα χρειαστεί άλλη διαπραγμάτευση και άλλη συμφωνία για την
επόμενη τριετία. Οι Γερμανοί και ο Ντάισελμπλουμ δεν δέχονται με τίποτα
να αφήσουν το δεύτερο πρόγραμμα χωρίς προηγουμένως να το κλείσουν με
δική τους αξιολόγηση.
Το ζήτημα παραμένει κρίσιμο. Τι είδους διαπραγμάτευση είναι αυτή στην
οποία κάθε πλευρά προσέρχεται με διαφορετική αντίληψη όσον αφορά το
διαπραγματευτικό αντικείμενο; Ενόσω το αντικείμενο δεν προσδιορίζεται
από αμφότερες τις πλευρές με σαφήνεια και διαύγεια, η όλη διαπραγμάτευση
κινδυνεύει να παραμένει στον αέρα, εκτεθειμένη σε ποικίλες ερμηνείες
και παρερμηνείες. Οπωσδήποτε και οι δυο πλευρές έχουν κοινό συμφέρον στη
θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων, όμως φαίνεται πως το κοινό
συμφέρον δεν είναι αρκετό, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που οι
ιδεολογικές παρωπίδες οδηγούν σε αποτυχία την προάσπιση του πραγματικού
συμφέροντος κάθε πλευράς. Αυτό ισχύει σήμερα περισσότερο για την
ευρωπαϊκή πλευρά, η οποία φέρεται τόσο δογματικά, ώστε να θαυμάζεται από
τους ζηλωτές του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, κάτι που δεν
συναντάται και δεν εφαρμόζεται πουθενά άλλου στον υπόλοιπο πλανήτη.
Οπωσδήποτε, σε συνθήκες παρόμοιας διαπραγματευτικής ασάφειας, η
πολιτική βούληση μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική, όμως και αυτή ενέχει
τον δικό της, διακριτό, συντελεστή ασάφειας. Σε κάθε περίπτωση, η
συμφωνία πρέπει να κλείσει, και ελπίζω πως θα κλείσει όμως είναι επίσης
βέβαιο πως αυτό δεν θα είναι αρκετό για την αναγκαία και επιθυμητή άμεση
ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Θα χρειαστούν οπωσδήποτε και πολλές
άλλες συμφωνίες για να φτάσουμε σε κάποιο ξεκάθαρα θετικό αποτέλεσμα.
Να αναληφθεί το μεγάλο ρίσκο δημοψηφίσματος και σύγκρουσης
Του Χάρη ΓΟΛΕΜΗ
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν αρχικά μια
μάλλον υπερβολική αισιοδοξία σχετικά με τη δυνατότητα της κυβέρνησης να
απαλλάξει τη χώρα από τις μνημονιακές υποχρεώσεις της και να εφαρμόσει
εντός της Ευρωζώνης το πρόγραμμά της. Η (υπαρκτή) διαπραγματευτική της
ισχύς, λόγω και του συστημικού κινδύνου ενός ενδεχόμενου Grexit, είχε
υπερεκτιμηθεί. Αντίθετα, δεν δόθηκε η αρμόζουσα σημασία στην άποψη ότι η
επιτυχής αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος και της
γερμανικής κυριαρχίας στην Ε.Ε. από μια υπερχρεωμένη, μικρή χώρα της
Περιφέρειας συνιστούσε για το στρατόπεδο των δανειστών, και παρά τις
μεταξύ τους αντιθέσεις, μια εξίσου μεγάλη, αν όχι μεγαλύτερη απειλή που
έπρεπε να εξουδετερωθεί πάση θυσία. Η έγκαιρη διαπίστωση της
προαναφερθείσας πραγματικότητας θα συνέβαλε ίσως σε κάποια πιο
συστηματική προετοιμασία για την αντιμετώπιση ακραίων εκβιασμών από την
πλευρά των δανειστών.
Η επιθετική στάση της άλλης πλευράς ξεπέρασε και τους πιο ακραίους
φόβους μου, ιδιαίτερα μετά την επώδυνη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου την
οποία στήριξα, θεωρώντας ότι οι μεγάλες υποχωρήσεις από το πρόγραμμα
του ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα στο ζήτημα του χρέους ή στις ιδιωτικοποιήσεις) θα
μπορούσαν να επανεξεταστούν ή και να ανατραπούν μερικώς ή ολικώς τον
Ιούνιο.
Παρά την ενόχλησή μου για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων μέχρι
σήμερα, δεν αμφισβητώ τη στρατηγική σημασία για την Αριστερά στην Ελλάδα
και την Ευρώπη της εύρεσης λύσης εντός της Ευρωζώνης, μέσω ενός
επώδυνου, αλλά έντιμου συμβιβασμού. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι οι λίγες
κόκκινες γραμμές που έχουν απομείνει -στα εργασιακά (συλλογικές
διαπραγματεύσεις, απαγόρευση ομαδικών απολύσεων, αύξηση του κατώτατου
μισθού), το ασφαλιστικό (άρνηση στη μείωση συντάξεων) και, υποθέτω, το
ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος- πρέπει να διατηρηθούν με νύχια και με
δόντια. Η υποχώρηση της κυβέρνησης σ' αυτά τα αιτήματά της θα είναι
σοβαρό πλήγμα στην αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και θα
σπείρει την απογοήτευση στην Αριστερά όλης της Ευρώπης για πολλά χρόνια,
μια εξέλιξη που θεωρώ εξαιρετικά σημαντική και για το μέλλον της χώρας.
Διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες αν οι δανειστές θα σεβαστούν αυτές τις
"κόκκινες γραμμές". Σ' αυτή την περίπτωση, πολύ φοβάμαι ότι η κυβέρνηση
δεν έχει άλλη λύση από την προσφυγή σε δημοψήφισμα, προτείνοντας στον
λαό την απόρριψη των προτάσεών τους. Η επιμονή των θεσμών και ορισμένων
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ταπεινώσουν για λόγους παραδειγματισμού την
κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώνει κατά τη γνώμη μου όσες και όσους ανήκουμε
στην ευρωπαϊστική, ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά να προτείνουμε
την ανάληψη του μεγάλου ρίσκου της σύγκρουσης, εν πλήρη γνώσει των
κινδύνων που αυτή συνεπάγεται. Δυστυχώς, δεν γίνεται αλλιώς.
Απαιτείται συμφωνία
Του Κώστα ΜΕΛΑ
Έπειτα από μια περίοδο συνεχών επαφών και «συγκλονιστικών ανακαλύψεων»
και από τις δύο πλευρές, η ελληνική κυβέρνηση και οι δανειστές φαίνεται
τις τελευταίες ημέρες έχουν βρει κοινό βηματισμό για ουσιαστική συζήτηση
επί ορισμένων προβλημάτων που αφορούν το δημοσιονομικό πλαίσιο και τις
λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις», με στόχο την κατάληξη σε συμφωνία, κάτι που
θα επιτρέψει την κάλυψη των άμεσων χρηματοδοτικών υποχρεώσεων της χώρας.
Πρόκειται προφανώς για δύσκολες διαπραγματεύσεις, διότι οι δύο πλευρές
υπηρετούν διαφορετικά θεωρητικά οικονομικά υποδείγματα, βασικές θέσεις
των οποίων βρίσκονται σε πλήρως αντίθετες κατευθύνσεις.
Παρ' όλα αυτά, η αδήριτη οικονομική πραγματικότητα, σε βραχυπρόθεσμο
διάστημα, επιβάλλει τη σύγκλιση των απόψεων, τουλάχιστον σε ζητήματα
δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, ως απαραίτητης προϋπόθεσης αφενός μεν για
τη σταδιακή μείωση των αβεβαιοτήτων που ταλανίζουν την οικονομία της
χώρας, αφετέρου για την εκταμίευση δανειακών πόρων για την κάλυψη των
χρηματοδοτικών υποχρεώσεων της χώρας.
Βασική προϋπόθεση της σύγκλισης στο δημοσιονομικό επίπεδο θα είναι να
μην υπάρξει επιβάρυνση από τα συγκεκριμένα μέτρα στη μεγεθυντική
διαδικασία του ΑΕΠ της χώρας. Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στο
συγκεκριμένο σημείο. Επιπλέον, θεωρεί πως η δημοσιονομική προσαρμογή θα
πρέπει να προέλθει από την ανακατανομή των φορολογικών βαρών υπέρ των
κατώτερων λαϊκών στρωμάτων και από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Η σύγκλιση με τους δανειστές είναι αρκετά εμφανής στο σημείο αυτό.
Τώρα, σχετικά με τις «μεταρρυθμίσεις» (που αφορούν σε ασφαλιστικό και
εργασιακά) η θεωρητική απόκλιση των δύο πλευρών είναι σημαντική, όχι
τόσο στις διαπιστώσεις για την ύπαρξη προβλημάτων όσο στον τρόπο
επίλυσής τους.
Για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού, η κυβέρνηση ζητεί χρόνο,
δεδομένου ότι αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα με πολλαπλές οικονομικές και
κοινωνικές επιπτώσεις. Βραχυπρόθεσμα επιχειρεί να κινηθεί στο πλαίσιο
της επιτρεπτής, λόγω των υπαρκτών περιορισμών της συγκυρίας,
δημοσιονομικής επιβάρυνσης. Αντίστοιχα, στο εργασιακό μέτωπο ορθώς έχει
εμπλέξει στις διαδικασίες τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, απαιτώντας να
εφαρμοστεί στην Ελλάδα αυτό που απορρέει από το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η καθυστέρηση επίτευξης συμφωνίας έχει δημιουργήσει συνθήκες
αποσύνθεσης της αγοράς και της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό πως το πρώτο
τρίμηνο του 2015 ο δείκτης οικονομικού κλίματος έφτασε στο χαμηλότερο
επίπεδο των τελευταίων 16 μηνών. Την ίδια στιγμή, επιχειρήσεις σε όλους
τους κλάδους αδυνατούν να αντλήσουν την απαραίτητη ρευστότητα για να
κινηθούν, επειδή οι στρόφιγγες χρηματοδότησης έχουν κλείσει και οι
κοινοτικές χρηματοδοτήσεις δίνονται με το σταγονόμετρο έως ότου υπάρξει
συμφωνία.
Το πρόβλημα της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των ίδιων των πολιτών
στην εθνική οικονομία προφανώς δεν θα επιλυθεί με την εκταμίευση των
δόσεων που απομένουν. Αυτό που απαιτείται είναι μια μακροπρόθεσμη
διασφάλιση ότι τουλάχιστον για τους επόμενους 36 μήνες θα υπάρξει από
τώρα ένα συμφωνημένο πρόγραμμα που θα μεταφράζεται και σε εκταμίευση
ανάλογων δόσεων.
Θα πρέπει, παράλληλα, να λυθεί το ζήτημα του χρέους με μια ρεαλιστική απομείωσή του προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου