Σήμερα 17 Μαΐου, είναι η Διεθνής Ημέρα κατά της Ομοφυλοφοβίας ή
Ομοφοβίας (International Day Against Homophobia). Η επιλογή της
συγκεκριμένης ημέρας του χρόνου έγινε επειδή στις 17 Μαΐου 1990 η
ομοφυλοφιλία έπαψε να θεωρείται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας
«ψυχική νόσος, διαταραχή ή ανωμαλία».
Παρά τις σκληρές μάχες που έχει δώσει διεθνώς το κίνημα για την
αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, σε πολλές χώρες άντρες και
γυναίκες εξακολουθούν να υφίστανται διώξεις, πρόστιμα, φυλακίσεις ή και
θανατική ποινή για τις ομοερωτικές τους επιλογές.
Ακόμη και στις «πολιτισμένες» χώρες της Ε.Ε. το δικαίωμα σε γάμο ή,
έστω, σε σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων δεν αναγνωρίζεται από τα
περισσότερα κράτη-μέλη. Τυπικό παράδειγμα η ελληνική νομοθεσία, η οποία
δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στα ομόφυλα ζευγάρια.
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα κατά της Ομοφοβίας θα είχε ίσως κάποιο
ενδιαφέρον να εξετάσουμε, χωρίς ομοφοβικές προκαταλήψεις, το πώς η
σύγχρονη επιστημονική σκέψη επιχειρεί να κατανοήσει το περίπλοκο
βιοκοινωνικό φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας.
Γιατί άραγε στις δήθεν «φιλελεύθερες», «ανεκτικές» και «ορθολογικές»
δυτικές κοινωνίες είναι τόσο δύσκολο να μιλήσει κανείς ελεύθερα ή ακόμη
και να σκεφτεί αντικειμενικά περί ομοφυλοφιλίας;
Πόσω δε μάλλον να την αποδεχτεί όταν αναγνωρίσει την ύπαρξή της στον ίδιο ή σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο;
Η απάντηση είναι γνωστή: Οι κοινωνικές, ηθικές και θρησκευτικές
προκαταλήψεις αιώνων έχουν καταστήσει την ομοφυλοφιλία όχι μόνο μια
απαγορευμένη σεξουαλική επιλογή αλλά και ένα εντελώς αδιαφανές γνωστικό
αντικείμενο.
Μολονότι έχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια από τότε που ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να αφαιρέσει την ομοφυλοφιλία από τη λίστα
των ψυχικών ασθενειών, το αίτημα για ίση μεταχείριση από τον Νόμο και τη
Δικαιοσύνη των ομόφυλων ζευγαριών με τα ετερόφυλα ζευγάρια παραμένει σε
μεγάλο βαθμό ανικανοποίητο.
Αναγνωρίζοντας αυτό το εμφανές έλλειμμα ισονομίας και άρα δημοκρατίας
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε, το 2007, να θεσπίσει τη 17η Μαΐου
ως Ημέρα κατά της Ομοφοβίας προκειμένου να συντονίσει τις προσπάθειες
ώστε όλα τα κράτη-μέλη να αποδεχτούν, κάποτε, έναν κοινό νόμο-πλαίσιο
που θα αναγνωρίζει στο εσωτερικό της Ε.Ε. ίσα δικαιώματα στα ομοφυλόφιλα
με τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια.
Οσο για τα αίτια αυτής της απροκάλυπτα ρατσιστικής απαξίωσης της
ομοφυλοφιλίας, δεν είναι μόνο θρησκευτικά, πολιτισμικά ή
κοινωνικοπολιτικά αλλά και «επιστημονικά».
Διότι όποτε η επιστήμη εγκαταλείπει την προσπάθεια για μια
αντικειμενική περιγραφή αυτών των άβολων φαινομένων, τείνει μάλλον να
αναπαράγει και να νομιμοποιεί τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα
ιδεολογήματα σχετικά με τις «αποκλίνουσες» ερωτικές συμπεριφορές.
Προσπάθειες εξόδου από τον ομοφοβικό μεσαίωνα
Ο όρος «ομοφυλόφιλος» εισάγεται το 1869 από τον Γερμανο-Ούγγρο
συγγραφέα Κάρολι Κερτμπένι (K. Kertbeny) σε μια καταγγελτική επιστολή
που δημοσίευσε ενάντια στην εισαγωγή ενός νόμου που προέβλεπε την
αυστηρή τιμωρία όσων ανδρών συλλαμβάνονταν να έχουν ερωτικές σχέσεις με
άτομα του ίδιου φύλου.
Ακόμη όμως και αυτός ο λεκτικός καλλωπισμός δεν συνέβαλε καθόλου στην
αναθεώρηση της εχθρικής στάσης που εκδήλωναν τόσο οι απλοί άνθρωποι
όσο, δυστυχώς, και η επιστημονική κοινότητα απέναντι στους
ομοφυλόφιλους.
Πράγματι, μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι ομοφοβικές προκαταλήψεις
εκλαμβάνονταν ως αυταπόδεικτες αλήθειες και, όντας αναμφισβήτητες,
επηρέαζαν ακόμη και ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς, όπως η ψυχιατρική.
Στην έκδοση του 1968 του αμερικανικού Διαγνωστικού και Στατιστικού
Εγχειριδίου των Νοητικών Διαταραχών (DSM II), ενός καθολικά αποδεκτού
εγχειριδίου από τους ψυχιάτρους όλου του κόσμου, η ομοφυλοφιλία
περιγράφεται ως παθολογική συμπεριφορά που εντάσσεται στις «σεξουαλικές
αποκλίσεις».
Εκείνη την εποχή, οι ειδικοί τηρούσαν μια ένοχη σιωπή, και μόνον οι
γκέι υποστήριζαν ότι η σεξουαλική ζωή τους δεν ήταν καθόλου
«διεστραμμένη» ή «παθολογική».
Πάντως, αποφασιστική καμπή για την αλλαγή στάσης της ιατρικής
επιστήμης θεωρείται το 1973: όταν η Εθνική Επιτροπή της Αμερικανικής
Ψυχιατρικής Εταιρείας πείσθηκε επιτέλους ότι είχε έρθει η στιγμή να
απαλλάξει την ομοφυλοφιλία από τις έως τότε παθολογικές και, εν πολλοίς,
σκοταδιστικές κοινωνικές συνδηλώσεις της.
Εκτοτε, κανένα έγκυρο ιατρικό εγχειρίδιο (π.χ. το DSM) δεν περιγράφει
την ομοφυλοφιλία ως «παθολογική» ή ως «αποκλίνουσα» συμπεριφορά.
Μια επιστημονική εξέλιξη που ήταν ιστορικά επιβεβλημένη, όχι τόσο
χάρη στα νέα ερευνητικά δεδομένα όσο κυρίως στις οργανωμένες και
ιδιαίτερα δυναμικές αντιδράσεις των ομοφυλοφίλων.
Πάντως, η πρώτη αντίδραση της ιατρικής κοινότητας σε αυτές τις
εξελίξεις ήταν να εφαρμόσει κάποιες «επιδιορθωτικές» πρακτικές που
απέβλεπαν στην οριστική «θεραπεία», δηλαδή εξάλειψη του ομοφυλοφιλικού
«προβλήματος»!
Δυστυχώς, τέτοιες ψυχοθεραπευτικές πρακτικές «φυλετικού
αναπροσανατολισμού» επαναφέρουν, από την πίσω πόρτα, τις γνωστές
προκαταλήψεις περί της ομοφυλοφιλίας ως «δυσλειτουργίας» ή ως
ψυχοσωματικής «ασθένειας». Και, το χειρότερο, όπως έδειξαν οι
συστηματικές έρευνες των Αριελ Σίντλο (Ariel Shidlo) και Μίκαελ Σρέντερ
(Michael Schroeder) το 2002, οι περισσότερες από αυτές τις «θεραπείες»
αποδείχτηκαν εντελώς αναποτελεσματικές.
Η σταδιακή απενοχοποίηση της ομοερωτικής συμπεριφοράς
Η αποκλειστικά ετεροφυλοφιλική και η ενδεχόμενη ομοφυλοφιλική
συμπεριφορά μας είναι γενετικά προκαθορισμένη ή, αντίθετα, επηρεάζεται
και τελικά διαμορφώνεται από το περιβάλλον; Σε αυτά τα ερωτήματα, τα
τόσο αποφασιστικά για τη ζωή και τη σκέψη όλων μας, δεν διαθέτουμε ακόμη
οριστικές επιστημονικές απαντήσεις (βλ. πλαίσιο).
Ωστόσο, η επιστημονική διερεύνησή τους έχει συσσωρεύσει ήδη πολλές
και σαφείς ενδείξεις για το ότι η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων
-αλλά και των πιο εξελιγμένων κοινωνικών ζώων!- δεν καθορίζεται
αποκλειστικά ούτε από τα γονίδια ούτε από το περιβάλλον: είναι πάντα ένα
αμάλγαμα που συνδιαμορφώνεται τόσο από ενδογενείς-βιολογικούς όσο και
από εξωγενείς -περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς- παράγοντες.
Ας σημειωθεί ότι μιλάμε για σεξουαλικές «συμπεριφορές» και όχι για τα
τυπικά φυλετικά «χαρακτηριστικά» (π.χ. βιολογικά, ανατομικά), τα οποία
είναι πανομοιότυπα σε ετεροφυλόφιλους-ες και ομοφυλόφιλους-ες.
Ο,τι συνήθως αποκαλούμε το «φύλο» ενός ατόμου, δηλαδή η περισσότερο ή
λιγότερο ανδρική και θηλυκή του «ταυτότητα», καθορίζεται από πολλούς
παράγοντες, τόσο ενδογενείς όσο και εξωγενείς.
Ισως γι’ αυτό θα ήταν σωστότερο να μιλάμε για διαφορετικά «φύλα» ή,
μάλλον, για ένα ευρύτατο φάσμα φυλετικών διακυμάνσεων μέσα σε έναν
ανθρώπινο πληθυσμό.
Αν, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από τις εμβρυολογικές έρευνες, η
διαφοροποίηση ενός εμβρύου σε κορίτσι ή σε αγόρι εξαρτάται κυρίως από
την ενεργοποίηση ή όχι, μετά την πέμπτη εβδομάδα της κύησης, ορισμένων
γονιδίων που βρίσκονται στα φυλετικά χρωμοσώματα των γυναικών (ΧΧ) και
κυρίως των ανδρών (ΧΥ), τότε είναι βέβαιο ότι η ελλιπής ή η υπερβολική
έκφραση αυτών των γονιδίων θα οδηγήσει σε μη κανονική φυλετική
διαφοροποίηση του εγκεφάλου του εμβρύου.
Και το παιδί που θα γεννηθεί, ενώ θα φαίνεται πως είναι ένα
φυσιολογικότατο αγοράκι ή κοριτσάκι, ωστόσο θα φέρει κάποιες όχι ακόμη
ορατές «ανωμαλίες».
Πράγματι, πολλές έρευνες φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι η προγενετική
ενδομήτρια «έκθεση σε χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης αυξάνει την
πιθανότητα των ανδρών να γίνουν θηλυπρεπείς ή ομοφυλόφιλοι», όπως
υποστηρίζει ο Ματ Ρίντλεϊ (Matt Ridley) στο αξιόλογο βιβλίο του «Η
κόκκινη βασίλισσα» (στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδ. Κάτοπτρο).
Με άλλα λόγια, η έκθεση του εμβρύου σε ένα ανεπαρκές ορμονικό
περιβάλλον προκαλεί κάποιες ιδιαιτερότητες στην οργάνωση των εγκεφαλικών
του δομών οι οποίες εκδηλώνονται κατόπιν στη φυλετικά «αποκλίνουσα»
ομοερωτική συμπεριφορά.
Οι συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες στη δομή και τη λειτουργία του
εγκεφάλου αυτών των εμβρύων θα εκδηλωθούν πολύ αργότερα, κατά την
εφηβεία, και υποτίθεται πως ωθούν τον ή την έφηβο σε «ανάρμοστες» με το
φύλο του/της συμπεριφορές.
Κάπως έτσι επιχειρείται να εξηγηθεί σήμερα η προδιάθεση για
«θηλυπρεπή» συμπεριφορά κάποιων αγοριών ή, εναλλακτικά, η «ανδροπρεπής»
συμπεριφορά κάποιων κοριτσιών, καθώς και η ακαταμάχητη ερωτική έλξη που
νιώθουν μερικοί –αλλά όχι όλοι!– από αυτούς τους εφήβους για τα άτομα
του ίδιου φύλου.
Τα προβλήματα και οι αντιφάσεις αυτών των αμιγώς
βιολογικών-αναγωγιστικών εξηγήσεων είναι εμφανή: Η ομοφυλοφιλία
εξαρτάται μόνον από κάποια γονίδια, από κάποιες εγκεφαλικές δομές ή και
από τα δύο; Και τα πράγματα δεν είναι καλύτερα με τις αμιγώς
κοινωνιολογικές-πολιτισμικές εξηγήσεις, οι οποίες κυριολεκτικά
εξαϋλώνουν και αποβιολογικοποιούν κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά για να τη
μετατρέψουν σε μια αενάως μεταβαλλόμενη και άρα εύπλαστη κοινωνική
«κατασκευή».
Αυτές οι εξηγητικές αδυναμίες φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι
υποψιαζόμαστε, αλλά σχεδόν ποτέ δεν παραδεχόμαστε δημόσια: ότι η
ομοφυλοφιλία όχι μόνο δεν είναι μια «παθολογική» συμπεριφορά, αλλά η
φυσικότατη εκδήλωση της ανθρώπινης βιοποικιλότητας και της τόσο ζωτικής
για την κοινωνική-πολιτισμική μας εξέλιξη ποικιλομορφίας.
Από τα «ένοχα» γονίδια στους «θηλυπρεπείς» εγκεφάλους
Η εξήγηση της ανθρώπινης ομοφυλοφιλίας απασχολούσε ανέκαθεν την
επιστημονική σκέψη. Εντούτοις, μόνο σχετικά πρόσφατα η επιστημονική
έρευνα προσπάθησε να απαλλαγεί από τις κοινωνικές της προκαταλήψεις και
να διερευνήσει το γιατί ορισμένοι άνδρες και γυναίκες νιώθουν μια
ακαταμάχητη ερωτική έλξη για άτομα του ίδιου φύλου.
Ομως, δυστυχώς, στην επιστημονική σκέψη εξακολουθεί να επικρατεί
μεγάλη σύγχυση όσον αφορά το αν η ετεροφυλοφιλική και, εναλλακτικά, η
ομοφυλοφιλική συμπεριφορά είναι γενετικά προκαθορισμένες ή αν, αντίθετα,
διαμορφώνονται αποκλειστικά από το περιβάλλον.
Σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα υπάρχουν σήμερα τόσες απαντήσεις όσες και οι επιστήμες που το μελετούν.
Για παράδειγμα, κάποιοι ηθολόγοι βλέπουν τη ζωική και την ανθρώπινη
ομοφυλοφιλία σαν δικλίδα ασφαλείας κατά της υπερβολικής δημογραφικής
αύξησης ενός πληθυσμού που ζει σε ένα περιβάλλον με περιορισμένα
αποθέματα.
Κάποιοι εξελικτικοί βιολόγοι υποστηρίζουν, αντίθετα, ότι η
ομοφυλοφιλία υπάρχει επειδή ευνοεί τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις: η
παρουσία των ομοφυλόφιλων διευκολύνει την αναπαραγωγή των
ετεροφυλόφιλων, αφού υπάρχουν περισσότερα διαθέσιμα θηλυκά.
Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, ο αποφασιστικός παράγοντας πρέπει
να είναι γενετικός και κληρονομήσιμος. Ετσι, ορισμένοι γενετιστές
άρχισαν να αναζητούν τα «γονίδια γκέι» τα οποία, όπως υπέθεταν,
«ευθύνονται» για την ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας.
Οσο όμως ενδιαφέρουσα κι αν φαίνεται η γονιδιακή και ορμονική
προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας, απέχει ακόμη πολύ από το να είναι μια
πλήρης επιστημονική εξήγηση της ομοφυλοφιλίας και των πολυποίκιλων
εκδηλώσεών της.
Και οι λόγοι γι’ αυτή την εξηγητική ανεπάρκεια είναι εγγενώς και αυστηρά επιστημονικοί!
Κατ’ αρχάς, η διατύπωση αποκλειστικά γονιδιακών εξηγήσεων σκοντάφτει
συχνά στην υποβάθμιση ή στη συστηματική υποτίμηση των επιγενετικών και
των περιβαλλοντικών παραγόντων.
Απεναντίας, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες
ρυθμίζουν την έκφραση αυτών των «φυλετικών» γονιδίων, επηρεάζοντας
αποφασιστικά το τελικό προϊόν της έκφρασής τους, τόσο κατά την
ενδομήτρια όσο και κατά την εφηβική περίοδο της ζωής ενός ατόμου.
Υπό αυτή την έννοια, όσο κι αν αναζητήσουμε το «γονίδιο της ομοφυλοφιλίας», δεν θα το βρούμε ποτέ, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει.
Ετσι, η έρευνα σήμερα στρέφεται στη διερεύνηση των εγκεφαλικών δομών
που εμπλέκονται στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Και η ομοφυλοφιλία είναι
αναμφίβολα μια αρκετά διαδεδομένη ανθρώπινη συμπεριφορά.
Ωστόσο, όπως καθημερινά αποκαλύπτουν οι σύγχρονες νευροεπιστήμες, η
αρχιτεκτονική της εύπλαστης και ευέλικτης εγκεφαλικής μηχανής
διαμορφώνεται τόσο από γενετικούς όσο και από επιγενετικούς παράγοντες,
δηλαδή από τον πλούτο των ερεθισμάτων που δέχεται από το περιβάλλον.
Και προφανώς η δομή του εγκεφάλου των ομοφυλοφίλων δεν αποτελεί
εξαίρεση! Συνεπώς, οι πρόσφατες προσπάθειες εντοπισμού κάποιων
ιδιαίτερων εγκεφαλικών «αλλοιώσεων» ίσως να αποδειχτούν εξίσου
ατελέσφορες και ανεπαρκείς με την αναζήτηση των γονιδίων της
ομοφυλοφιλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου