Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, μετά την τελευταία
διεθνή οικονομική κρίση, δεν είναι πια δυνατό να αφήσουμε τη διαχείριση
του χρήματος στα χέρια των οικονομολόγων ή στις αποκτηνωτικές -δηλαδή
ανθρωποκτόνες- στρατηγικές των αγορών.
Εξάλλου, σχεδόν οι πάντες παραδέχονται πως αυτή η κρίση προέκυψε αποκλειστικά από τα δικά τους «λάθη».
Η απώλεια εργασίας και η μεθοδευμένη «υποτίμηση» της αξίας του
χρήματος, δύο άμεσες συνέπειες της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, έχουν
οδηγήσει σε εντυπωσιακή αύξηση τόσο των αυτοκτονιών όσο κυρίως των πολύ
σοβαρών ψυχοσωματικών παθήσεων.
Συνεπώς, αποτελεί επιτακτική ανάγκη να αναγνωρίσουμε ότι, πέρα
από τις όποιες έγκυρες οικονομικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις, θα
έπρεπε ίσως να διερευνηθούν και οι λιγότερο εμφανείς νευροβιολογικές
προϋποθέσεις και οι ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες που σχετίζονται με την
τυφλή και ανάλγητη εφαρμογή της αρχής τού «κέρδους για το κέρδος».
Στις παραδοσιακές οικονομικές αναλύσεις με όρους ζημιάς-κέρδους
θα πρέπει να υπεισέλθουν και άλλες παραγνωρισμένες μεταβλητές, οι
οποίες, ενδεχομένως, μας διαφωτίζουν περισσότερο για το πώς η
συγκέντρωση ή η απώλεια του «άυλου» χρήματος επηρεάζει την ψυχοσωματική
μας υγεία και τις διεθνείς σχέσεις.
Στις εξαιρετικά πιεστικές συνθήκες -τόσο από χρονική όσο και από
ψυχολογική άποψη- κάτω από τις οποίες εργάζονται, οι σημερινοί
οικονομολόγοι, τραπεζίτες και χρηματιστές είναι αναγκασμένοι να
υιοθετούν έναν ημιαυτόματο και εν πολλοίς διαισθητικό τρόπο σκέψης, ο
οποίος κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστος είναι από ιδεοληψίες και τις
ψυχολογικές τους διαθέσεις.
Επιπλέον, η μεγάλη ταχύτητα με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις, η
υποχρεωτικά ελλιπής λογική επεξεργασία τους, αλλά και η περιορισμένη
επίγνωση των όσων διαδραματίζονται ή διακυβεύονται συνολικά, καθιστούν
τις περισσότερες οικονομικές επιλογές κοντόφθαλμες και υπερβολικά
επισφαλείς, για να μην πούμε αυθαίρετες.
Σε τελευταία ανάλυση, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στο «οικονομικό
παιχνίδι» είναι η ηδονή και ο πόνος: η ηδονή που επιφέρει το κέρδος και η
οδύνη που συνοδεύει κάθε απώλεια χρήματος.
Και η αδιάκοπη εναλλαγή αυτών των συναισθημάτων σε καθημερινή βάση
δεν μπορεί παρά να τρελαίνει τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο οποίος προφανώς
δεν σχεδιάστηκε από την εξέλιξη για να παρακολουθεί την πορεία των
μετοχών και να ποντάρει σ’ αυτές για την επιβίωσή του.
Ωστόσο, όπως όλοι γνωρίζουμε, παρά τον αφύσικο χαρακτήρα του «άυλου»
χρήματος -αδιάφορο αν είναι χρηματοπιστωτικό ή πλαστικό- οι συνέπειες
της παρουσίας ή της απουσίας του στην πραγματική ζωή είναι υλικότατες.
Εγκεφαλικοί μηχανισμοί της οικονομικοπολιτικής εξουσίας
Αραγε υπεισέρχονται μη συνειδητοί νευροψυχολογικοί μηχανισμοί στις
φαινομενικά «ορθολογικές» επιλογές όσων αποφασίζουν για το μέλλον και
τις προοπτικές της οικονομίας μας; Και αν ναι, σε ποιο βαθμό τις
επηρεάζουν;
Η υπερβολική εμπιστοσύνη ή δυσπιστία απέναντι σε κάποιες αδιαφανείς
πηγές πληροφοριών, η τυπικά αγελαία συμπεριφορά και η προσκόλληση στα
καθιερωμένα πρότυπα κατανόησης και συμπεριφοράς οδηγούν πολύ συχνά σε
ημιαυτόματες οικονομικές αποφάσεις.
Ολα αυτά σε συνδυασμό με την εγγενή απληστία ή την αποστροφή για τις
απώλειες αποτελούν τα δυσεξάλειπτα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που
καθιστούν το παγκοσμιοποιημένο πια οικονομικό «παιχνίδι» όχι απλώς
ανορθολογικό αλλά ουσιαστικά αυθαίρετο.
Μολονότι υπερβολικά δυσοίωνη για το οικονομικό μας παρόν και μέλλον,
αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται καθημερινά όχι μόνο από τις εξόφθαλμα
καταστροφικές επιλογές των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης ή της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά, ευρύτερα, και από την αλλοπρόσαλλη
συμπεριφορά των γενικών χρηματιστηριακών δεικτών.
Φαινόμενα που πλέον μελετώνται όχι μόνο σε οικονομικό-κοινωνικό
επίπεδο αλλά και από ειδικές επιστημονικές μελέτες που εστιάζουν στο
βιοχημικό και το συμπεριφοριστικό προφίλ των οικονομικών δραστών.
Πράγματι, πριν από μερικά χρόνια δημιούργησε πάταγο η αποκάλυψη ότι
υπάρχει μια στενότατη σχέση ανάμεσα στα κέρδη που καθημερινά επιτυγχάνει
ένας χρηματιστής και στα επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης που
καταγράφονται στον εγκέφαλό του!
Την πρωτοποριακή αυτή ανακάλυψη πραγματοποίησαν το 2008 στη Βρετανία
οι Τζομ Κόατς (John Μ. Coates) και Τζόουζεφ Χέρμπερτ (Joseph Herbert),
δύο διάσημοι νευροοικονομολόγοι που εργάζονταν στο Πανεπιστήμιο του
Κέιμπριτζ.
Οι ερευνητές αυτοί μετέφεραν τα εργαλεία της δουλειάς τους στο
λονδρέζικο City, δηλαδή σε ένα από τα σημαντικότερα διεθνή
χρηματιστήρια. Εκεί υπέβαλαν καθημερινά αρκετούς εθελοντές χρηματιστές
σε βιοχημικό έλεγχο, παίρνοντας δείγματα σάλιου από τους ανυποψίαστους
traders αμέσως πριν και αμέσως μετά την ώρα των μεγαλύτερων σε όγκο
χρηματιστηριακών συναλλαγών.
Η βιοχημική ανάλυση των δειγμάτων σάλιου έδειξε ότι οι χρηματιστές
που πετύχαιναν τα μεγαλύτερα κέρδη παρουσίαζαν πάντα πολύ μεγαλύτερη
συγκέντρωση τεστοστερόνης. Οταν τα επίπεδα συγκέντρωσης της
τεστοστερόνης ανεβαίνουν υπερβολικά, δημιουργούν ένα μεθυστικό αίσθημα
παντοδυναμίας που οδηγεί, κατά κανόνα, σε απερίσκεπτες και εντελώς
παρορμητικές επιλογές, οι οποίες αψηφούν τους κινδύνους.
Σύμφωνα με την εξήγηση των Κόατς και Χέρμπερτ, οι υψηλές
συγκεντρώσεις αυτής της ορμόνης στον εγκέφαλο δημιουργούν έντονα
αισθήματα αυτοπεποίθησης και προδιάθεση για ρίσκο. Δύο «αρετές»
απαραίτητες στη χρηματιστηριακή μάχη, αφού, όποτε υπάρχουν, ενισχύουν
σημαντικά την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα των αντιδράσεων των
χρηματιστών.
Εκτοτε επικράτησε η εσφαλμένη τάση να θεωρείται η υπερπαραγωγή
τεστοστερόνης ο μοναδικός ή έστω ο πρωταρχικός παράγοντας επιτυχίας (βλ.
ειδικό πλαίσιο).
Η νευροψυχολογική εκδοχή του «Homo oeconomicus»
Διάφορες ψυχολογικές-στατιστικές μελέτες αποκάλυψαν ότι, για τον μέσο
άνθρωπο, η έντονη δυσαρέσκεια για την απώλεια π.χ. 100 ευρώ
αντισταθμίζεται μόνο από το κέρδος τουλάχιστον 250 ευρώ. Και όπως
απρόσμενα διαπίστωσαν, αυτή η σταθερή αναλογία 2,5 (καθαρό κέρδος) προς 1
(καθαρή απώλεια) ισχύει επίσης και για τους ανθρωποειδείς πιθήκους.
Γεγονός που υποδεικνύει σαφώς ότι αυτή η άπληστη κτητική προδιάθεση
δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους εξωγενείς και ευμετάβλητους
κοινωνικούς ή οικονομικούς παράγοντες, αλλά έχει βαθύτατες
νευροβιολογικές ρίζες που διαμορφώθηκαν κατά την εξελικτική μας
προϊστορία.
Αν όμως πρόκειται για μια κοινή με τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά
συμπεριφορά των ανθρώπων, τότε διαψεύδεται ένα από τα θεμελιώδη
ιδεολογήματα της νεωτερικής οικονομικής σκέψης και του σύγχρονου
νεοφιλελευθερισμού.
Αναφερόμαστε στον εξωραϊστικό μύθο του αμιγώς ορθολογικού
«οικονομικού ανθρώπου», του περιβόητου Homo oeconomicus, ο οποίος
υποτίθεται ότι, ύστερα από ψυχρή και χωρίς συναισθηματισμούς ανάλυση της
κατάστασης, δρα πάντοτε επιλέγοντας τη βέλτιστη λύση.
Με άλλα λόγια, οι επιλογές του, μολονότι εξυπηρετούν το ιδιωτικό του
συμφέρον, αποδεικνύονται τελικά ορθολογικές και κοινωνικά ευεργετικές.
Εν τούτοις, το 1972 ο Αμερικανός οικονομολόγος Κένεθ Αροου (Kenneth
Arrow) κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τις οικονομικές επιστήμες επειδή
κατάφερε να διαμορφώσει μια θεωρία περί αποδέσμευσης της κοινωνικής
ευεξίας από τον οικονομικό πλούτο.
Βασιζόμενος στο περίφημο «Θεώρημα του Αδύνατου», ο Αροου κατέληξε να
αναδείξει την τρέλα που ενυπάρχει στην επιθυμία συσσώρευσης χρήματος για
το χρήμα, με άλλα λόγια στο παράλογο της φιλαργυρίας ή «σύνδρομο του
Σκρουτζ Μακ Ντακ».
Υστερα από μερικά χρόνια, το 1998, το βραβείο Νόμπελ για τις
οικονομικές επιστήμες θα απονεμηθεί σε έναν άλλο «αιρετικό»
οικονομολόγο, τον Αμάρτια Σεν (Amartya Sen). Αυτός αμφισβήτησε ένα άλλο
θεμελιακό δόγμα της οικονομίας, ότι δηλαδή η ευζωία ενός ατόμου
εξαρτάται αποκλειστικά από το πόσα χρήματα κερδίζει.
Αντίθετα, κατά τον Σεν, η ευζωία εξαρτάται από τέσσερις επιπλέον
καθοριστικούς παράγοντες: την καλή υγεία, το φυσικό περιβάλλον όπου ζει
κανείς, το κοινωνικό περιβάλλον (π.χ. από την υψηλή κοινωνική
αλληλεγγύη, τη χαμηλή εγκληματικότητα) και τέλος τα καταναλωτικά ήθη. Η
ποιότητα ζωής, υποστηρίζει ο Σεν, δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη
συσσώρευση χρήματος.
Μια άλλη σχετικά πρόσφατη εξέλιξη της οικονομικής σκέψης είναι η
θεωρία της «οικονομίας της ευτυχίας», που διατύπωσε ρητά ο Ντάνιελ
Κάνεμαν (Daniel Kahneman).
Ο διαπρεπής Αμερικανοεβραίος ψυχολόγος κέρδισε το Νόμπελ οικονομικών
επιστημών το 2002, επειδή έδειξε με τις έρευνές του ότι οι εξελίξεις
στις οικονομικές αγορές δεν καθοδηγούνται από ορθολογικές επιλογές ούτε
και μπορούν να προγραμματίζονται μακροπρόθεσμα. Υπό αυτή την έννοια
θεωρεί εντελώς παραπλανητικό το να μιλά κανείς σήμερα για «επιστήμη των
αγορών»!
Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι αναλύσεις του Κάνεμαν για την
αμοιβαία κωφότητα που παρατηρείται στις οικονομικές διαπραγματεύσεις.
Για παράδειγμα, η ψυχολογικο-οικονομική έννοια της «αποστροφής ζημιάς»
που εισάγει ο Κάνεμαν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις δυσχέρειες στις
σημερινές διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της καθώς και
την αδυναμία συνεννόησης που εκδηλώνεται και από τις δύο πλευρές.
«Η αποστροφή ζημιάς δημιουργεί μια ασυμμετρία που καθιστά την
επιτυχημένη πραγματοποίηση συμφωνιών δύσκολη. Οι δικές σας παραχωρήσεις
αποτελούν κέρδη για εμένα, αλλά ζημιές για εσάς [...] Αναπόφευκτα θα
τους αποδώσετε μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι εγώ. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, για
τις εξαιρετικά επώδυνες παραχωρήσεις που απαιτείτε από εμένα, τις
οποίες δεν φαίνεται ότι αναγνωρίζετε επαρκώς!», επισημαίνει εύστοχα στο
βιβλίο του «Σκέψη αργή και γρήγορη» που κυκλοφορεί από τις εκδ.
Κάτοπτρο.
Αν τώρα συσχετίσει κανείς αυτές τις εξελίξεις της οικονομικής σκέψης
με την εμφανή διεθνή αποτυχία της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής,
κατανοεί τα δομικά και κυρίως ιστορικά αδιέξοδα της αποδέσμευσης του
θεού χρήματος από την παραγωγή. Επιπλέον όμως, αναδεικνύεται η ζωτική
όσο ποτέ ανάγκη για μια πιο συστηματική διερεύνηση των βιοψυχολογικών,
ιστορικών και πολιτικών προϋποθέσεων της κάθε ανθρώπινης κοινωνικής
συμπεριφοράς, της οικονομικής μη εξαιρουμένης.
Τα χρηματιστήρια δεν είναι οι «ναοί» του χρήματος αλλά της βιοχημείας μας
Οπως ήδη αναφέραμε, για τη νευροοικονομία υπάρχει σαφής συσχέτιση
ανάμεσα στα κέρδη που επιτυγχάνει καθημερινά ένας χρηματιστής και στα
επίπεδα συγκέντρωσης τεστοστερόνης που καταγράφονται στον εγκέφαλό του.
Πολύ σύντομα, όμως, έγινε σαφές ότι η δράση των λεγόμενων στεροειδών
ορμονών (κυρίως της τεστοστερόνης και της κορτιζόλης) στον ανθρώπινο
εγκέφαλο δεν οδηγεί πάντα σε ευτυχή αποτελέσματα.
Η υπερβολική συγκέντρωση τεστοστερόνης στα εγκεφαλικά κυκλώματα ενός
χρηματιστή τού δημιουργεί μια μη ρεαλιστική αίσθηση παντοδυναμίας και
παρορμητικότητας που, αργά ή γρήγορα, τον οδηγούν σε εντελώς εσφαλμένες
εκτιμήσεις (π.χ. επενδύσεις σε κάποιες πολλά υποσχόμενες
χρηματιστηριακές «φούσκες»).
Θύελλες ορμονών καθορίζουν τους χρηματιστηριακούς δείκτες
Ενα ιδιαίτερα διαφωτιστικό παράδειγμα μας προσφέρουν οι χρηματιστές
όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολύ σοβαρή χρηματιστηριακή κρίση.
Σε αυτή την περίπτωση οι περισσότεροι πανικοβάλλονται και αντιδρούν
με σπασμωδικές κινήσεις που συνήθως επιδεινώνουν την κατάσταση. Το
ακριβώς αντίθετο δηλαδή της «ψυχρής» ή «ορθολογικής» συμπεριφοράς των
επιτυχημένων χρηματιστών που προβάλλεται από τον χολιγουντιανό
κινηματογράφο.
Οπως διαπίστωσαν ύστερα από σχετικές έρευνες, οι υπερβολικά αγχωμένοι
ή πανικόβλητοι χρηματιστές παρουσιάζουν υψηλότερη συγκέντρωση της
ορμόνης κορτιζόλης στο αίμα (άρα και στον εγκέφαλο), ενώ η έκκριση
τεστοστερόνης μειώνεται δραματικά.
Η κορτιζόλη δηλαδή λειτουργεί ως «αντίδοτο» στην τεστοστερόνη: σε
επισφαλείς και αβέβαιες καταστάσεις καταστέλλει την υπερβολική
παρορμητικότητα και την αυθάδη αίσθηση παντοδυναμίας των χρηματιστών.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι και η υπερβολική συγκέντρωση κορτιζόλης
στον εγκέφαλο ενδέχεται να έχει εξίσου καταστροφικές συνέπειες με την
τεστοστερόνη: καθιστά τους αγχωμένους επενδυτές τόσο αδρανείς και
φυγόμαχους που μοιραία διαπράττουν τραγικά σφάλματα. Και το δυστύχημα
είναι ότι οι όποιες προσπάθειες διόρθωσης των εσφαλμένων
χρηματιστηριακών επιλογών ή οι επιστημονικοφανείς οικονομικές
«εξηγήσεις» τους έρχονται πάντα κατόπιν εορτής: όταν η συσσώρευση από
φούσκες, ασυγχώρητα λάθη και παραλείψεις έχουν ήδη οδηγήσει σε σοβαρές
οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή που ταλανίζει σήμερα τον πλανήτη.
Είναι λοιπόν φανερό ότι για να κατανοήσει κανείς τη φαινομενικά
«παράλογη» ή, έστω, «ανεξήγητη» συμπεριφορά των χρηματιστών δεν αρκούν
οι οικονομικές ή οι κοινωνιολογικές εξηγήσεις από μόνες τους.
Είναι απαραίτητο, επιπροσθέτως, να στραφούμε στις επιστήμες του
εγκεφάλου, αφού αυτές είναι πλέον σε θέση να μας προσφέρουν τα νέα
πολύτιμα γνωστικά εργαλεία που χρειαζόμαστε για την αποκρυπτογράφηση
πολλών ακατανόητων, μέχρι πρόσφατα, ανθρώπινων συμπεριφορών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου