Η απόσταση της ριζοσπαστικής Αριστεράς από το ΚΚΕ,
ως γνωστόν, είναι αβυσσαλέα. Και δεν οφείλεται, όπως συχνά θεωρούν
βαυκαλιζόμενοι οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ, στον σεχταρισμό του ΚΚΕ.
Αντίθετα, ο σεχταρισμός είναι συνέπεια άλλων χαρακτηριστικών, βαθύτερων
και κατά πολύ σημαντικότερων.
Πρώτα απ’ όλα, έχουμε να κάνουμε με δύο όχι διαφορετικές
αλλά ανοιχτά ανταγωνιστικές αντιλήψεις για τον σοσιαλισμό. Αυτό που
επικαλείται ως σοσιαλισμό το ΚΚΕ είναι μια κοινωνική θέσμιση, που για τη
ριζοσπαστική Αριστερά συνιστά από ιστορική αποτυχία μεγάλου βεληνεκούς
μέχρι πραγματικό εφιάλτη.
Από την άλλη, η προσήλωση του ΚΚΕ στον σταλινισμό αντιστρατεύεται μετωπικά
την αντίληψη πως «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι
σοσιαλισμός», η οποία εμφανίζεται ως αντικαπιταλιστική ακριβώς στο μέτρο
που καταγγέλλει τον καπιταλισμό, μεταξύ των άλλων, και για την αδυναμία
του να συνυπάρξει για καιρό ακόμη και με περιορισμένες μορφές
δημοκρατίας.
Δεδομένης της σοβαρότητας των παραπάνω, ίσως θα
είχε, επομένως, ελάχιστη σημασία ένας προβληματισμός για τη σχέση των
δύο κομμάτων, το παρελθόν της και το μέλλον. Πολύ περισσότερο, μάλιστα,
αν αναλογιστούμε πως το ΚΚΕ δεν χάνει ευκαιρία να διακηρύσσει πως ο
ΣΥΡΙΖΑ «εκφράζει τη βούληση της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης στη χώρα».
Νομίζω, παρ’ όλα αυτά, πως αυτή η διαπίστωση είναι λάθος. Νομίζω,
δηλαδή, πως τα δύο κόμματα έχουν πράγματα να πουν στο μέτρο που
αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως αντίπαλα στο σύστημα και, από
κοινωνική άποψη, στην ίδια μεριά του φάσματος. Πράγματι, στο μέτρο που ο
ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως ένας φορέας «ταξικής μεροληψίας», ενώ το ΚΚΕ ως
κατεξοχήν πολιτικός εκφραστής των συμφερόντων της «λαϊκής οικογένειας»,
αντικειμενικά «έχουν πράγματα να μοιράσουν», άρα, θα έλεγα, και να
συζητήσουν.
Μπαίνοντας, λοιπόν, σε αυτήν τη συζήτηση θέλω, όσο
σχηματικά επιτρέπει ο χώρος μιας επιφυλλίδας, να πω πως η θεμελιώδης
στρατηγική ιδέα που εισφέρει το ΚΚΕ στην παρούσα συνθήκη είναι πως δεν
υπάρχουν προϋποθέσεις σημαντικών αλλαγών στον σύγχρονο κόσμο, παρά μόνο
στον βαθμό που προηγηθεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τους
εργαζόμενους. Από αυτήν την άποψη, το οποιοδήποτε εγχείρημα
διακυβέρνησης, σαν αυτό καλή ώρα που υλοποιείται σήμερα στην Ελλάδα,
είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Πράγμα, που, κατά το ΚΚΕ, στην καλύτερη
περίπτωση, θα σημαίνει υποχώρηση για τους εργαζόμενους, πολύ πιθανά,
ωστόσο, να σηματοδοτεί μια ολοκληρωτική καταστροφή.
Αυτό που λέει, δηλαδή, το ΚΚΕ είναι πως, ακόμη κι αν
η κυβέρνηση είχε τις καλύτερες προθέσεις –που δεν τις έχει, ως
εκπρόσωπος τμημάτων των καπιταλιστών!– και πάλι η αποτυχία θα ήταν
δεδομένη. Που σημαίνει: ή άμεσα επαναστατική σύγκρουση και μετάβαση ή,
επί της ουσίας, το άγριο καπιταλιστικό παρόν, με ελάχιστες, μάλιστα,
αποχρώσεις.
Προφανώς, η στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ είναι στους αντίποδες.
Οι μέρες μετά την 25η Ιανουαρίου, έτσι, είναι ένα είδος έμπρακτης
εφαρμογής αυτής της αντίληψης είτε στην εκδοχή του δημοκρατικού δρόμου
για τον σοσιαλισμό είτε σε εκείνη του μεταβατικού προγράμματος. Η βασική
ιδέα είναι πως πράγματα στην κατεύθυνση του ριζικού κοινωνικού
μετασχηματισμού μπορούν να γίνουν πριν από τον σοσιαλισμό. Πράγματα
καίρια, που αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων σήμερα κι έτσι διαμορφώνουν
όρους και φρόνημα, για να αλλάξουν όλα πολύ περισσότερο αύριο. Πράγματα,
που αλλάζοντας το σήμερα δίνουν τη δυνατότητα να διαμορφωθούν
συσχετισμοί, χωρίς τους οποίους ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός,
απολύτως επίκαιρος και αναγκαίος, θα παραμείνει στο σημείο του «να ’χαμε
να λέγαμε».
Γιατί, αν δεν είναι δυνατόν να αλλάξει το παρόν, δεν θα έρθει το αναγκαίο κοινωνικά μετασχηματισμένο μέλλον.
Πάει να πει, το μέλλον είναι τώρα. Ή δεν υπάρχει μέλλον και η «υπόλοιπη ιστορία» θα είναι ένας τύπος αιώνιου παρόντος.
Αλλιώς, όσο κι αν δεν το παραδέχεσαι, πέφτεις στον
μεσσιανισμό και τη συνακόλουθη αναγκαστική αναμονή, ως προς τα ουσιώδη.
Τι νόημα έχει να αγωνίζεσαι για το μεροκάματο και τις ελευθερίες, αν η
ανάλυσή σου λέει πως ο σημερινός –πραγματικά ολοκληρωτικός– καπιταλισμός
δεν επιτρέπει την παραμικρή ρωγμή για τις επιδιώξεις των
εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων κατηγοριών του πληθυσμού, για την
πλειοψηφία του κόσμου;
Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η μεγάλη διαφορά.
Κι αν είναι το ΚΚΕ που έχει δίκιο, τότε δεν μπορούμε
παρά να αποδεχτούμε πως το μέλλον μόνο χειρότερο μπορεί να είναι. Δεν
μπορούμε παρά να είμαστε αυστηρά απαισιόδοξοι. Και δεν θα πρόκειται για
την γκραμσιανή απαισιοδοξία της γνώσης, αλλά και γι’ αυτήν της βούλησής
μας.
Πώς ν’ αλλάξεις τον κόσμο όταν η ελπίδα λείπει τόσο;
ΥΓ.: Αξίζει να σημειώσω πως η αρχική κομμουνιστική
παράδοση υπήρξε κατεξοχήν «βουλητική», κόντρα στους «νόμους της
ιστορίας». Ο Κάουτσκι ήταν που επέμενε πως πρέπει να είμαστε «ακριβώς
στην ώρα» – περιμένοντάς τη να έρθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου