Μείωση των άριστων και πολύ καλών βαθμολογιών (15-20) δείχνουν οι
πρώτες εκτιμήσεις των βαθμολογητών στα σημαντικότερα (από την πλευρά του
αριθμού συμμετοχής των υποψηφίων) μαθήματα της πρώτης εβδομάδας των
πανελλαδικών εξετάσεων.
Μαθηματικά και Βιολογία Γενικής Παιδείας, Λογοτεχνία Θεωρητικής
Κατεύθυνσης και Βιολογία Θετικής Κατεύθυνσης, όπως όλα δείχνουν (παρ’
όλο που ακόμη δεν υπάρχει ένα ικανό δείγμα βαθμολογημένων γραπτών), θα
μειώσουν τα ποσοστά των υποψηφίων (σε σχέση με πέρσι) που θα κινηθούν
στην κλίμακα των υψηλών βαθμολογιών (15-20).
Η Βιολογία Θετικής Κατεύθυνσης συγκέντρωσε τα περισσότερα σχόλια,
ενστάσεις και διαμαρτυρίες πολλών καθηγητών και βαθμολογητών, ενώ δεν
είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μέρος των θεμάτων ήταν εκτός
ύλης ή έξω από τις δυνατότητες των μαθητών.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι κάθε χρόνο, στη διάρκεια των πανελλαδικών
εξετάσεων, τα περισσότερα μαθήματα στα οποία καλούνται να διαγωνιστούν
οι χιλιάδες υποψήφιοι συγκεντρώνουν θετικές ή αρνητικές κριτικές, καθώς
πιστώνονται με βαθμούς ευκολίας και σαφήνειας ή δυσκολίας και ασάφειας.
Επιστρατεύεται σε κάθε περίπτωση, τόσο από τους μαθητές όσο και από
άλλους ενδιαφερόμενους (εκπαιδευτικούς, γονείς, φροντιστές), ένα
στερεότυπο αθωωτικό ή ενοχικό λεξιλόγιο που ντύνει τα θέματα των
εξετάσεων με μια θαυματουργή δύναμη, άλλοτε θεία και άλλοτε διαβολική,
καθώς τα αναδεικνύει άλλοτε σε φορέα σωτηρίας και άλλοτε σε φορέα
απώλειας.
Ενας «βολικός» μύθος
Κι αν η όλη συζήτηση περί εύκολων και δύσκολων θεμάτων είναι άνευ
μεγάλης σημασίας, αφού ο αριθμός των εισακτέων είναι προκαθορισμένος και
είτε με εύκολα είτε με δύσκολα θέματα δεν θα «μπουν» περισσότεροι ή
λιγότεροι, ωστόσο υπάρχει μια παράμετρος αρκετά σημαντική. Οταν τα
θέματα είναι έξω από τις δυνατότητες που παρέχει το δημόσιο σχολείο σε
έναν μαθητή που διαβάζει, τότε ευθύς υπονοεί, χωρίς να το διακηρύσσει,
ότι το δημόσιο σχολείο δεν φτάνει για να αντεπεξέλθει κάποιος στις
απαιτήσεις των πανελλαδικών εξετάσεων.
Παράλληλα, συντρίβει το ηθικό πολλών υποψηφίων, κυρίως αυτών που δεν
κουβαλούν οικονομικές και κοινωνικές αποσκευές, νομιμοποιώντας την
αποτυχία σαν να είναι φυσικό φαινόμενο και όχι «κατασκευή».
Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφερθούμε στις δεκάδες περιπτώσεις που τα
θέματα που δόθηκαν έχουν λάθη, ασάφειες, και αμφιλεγόμενες απαντήσεις.
Οσοι παρακολουθούν από κοντά το «τι», το «πώς» και το «γιατί» των
πανελλαδικών εξετάσεων, τα θέματα και την κίνηση των βαθμολογιών,
γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος, αυτές τις
μέρες, γεμίζει με αναλύσεις για «εύκολα» ή «δύσκολα» θέματα, για
«θέματα–παιχνιδάκι» ή «θέματα–φωτιά», ανεβάζοντας το θερμόμετρο του
άγχους και της ανησυχίας των υποψηφίων στον πιο κρίσιμο εξεταστικό γύρο.
Ωστόσο, όσοι γνωρίζουν τη «λογική» των πανελλαδικών εξετάσεων
μπορούν, πριν ακόμη ολοκληρωθούν, να κάνουν ένα είδος πρώιμου
απολογισμού για τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις ο οποίος θα
επαληθευτεί καθώς βασίζεται σε ακλόνητη σειρά στατιστικών δεδομένων.
Εχουμε λοιπόν και λέμε: Η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων θα προσπαθήσει
να υποτάξει τα θέματα σε σχέδια που ούτε με την εκπαιδευτική διαδικασία
έχουν σχέση ούτε με τις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών.
Τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι
μαθητές σε κατηγορίες έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων
εισακτέων. Ακόμη, υποτάσσονται στη λογική της κίνησης των βάσεων. Το
κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν
κάτω από τη βάση κ.τ.λ.
Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερ-φυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους
διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή
πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το υπουργείο
Παιδείας ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι
επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά,
μέτρια, έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο
“αντικειμενική” η επιλογή» όσων θα εισαχθούν στην Τριτοβάθμια
Εκπαίδευση.
Το 2000 είχαμε 4,6% υποψηφίους με βαθμολογία κάτω από τη βάση και
μάλιστα με πανελλαδικές εξετάσεις σε 14 μαθήματα. Το 2003 ή το 2013 που
σύμφωνα με το ΥΠΕΠΘ είχαμε «ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα,
καλά, μέτρια», βρέθηκε κάτω από τη βάση το 30-42% των υποψηφίων. Και
ανάποδα: το 2000 είχαμε στην κλίμακα του «άριστα» το 16,5% των υποψηφίων
ενώ, π.χ., το 2014 αρκετά λιγότερους από τους μισούς!
Στο πλαίσιο αυτό είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι τα αποτελέσματα
των πανελλαδικών εξετάσεων αποτυπώνουν το πραγματικό μορφωτικό επίπεδο
των μαθητών και ότι οι ίδιες οι εξετάσεις διαθέτουν έστω κάποια ίχνη
παιδαγωγικού χαρακτήρα. Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού υποψηφίων κάτω
από τη βάση ή αντίθετα του μεγάλου ποσοστού υποψηφίων στη βαθμολογική
κλίμακα του άριστα είναι κατασκεύασμα κυρίως του εξεταστικού συστήματος.
Με άλλα λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή κατασκευή του
«μαγικού φίλτρου» των λεγόμενων διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν
σαν «έξυπνες βόμβες» στην κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας με στόχους
αντι-εκπαιδευτικούς: να μη μας ξεφύγουν οι βάσεις, να νομιμοποιήσουμε
στη συνείδηση ενός τμήματος των υποψηφίων των αποκλεισμό τους και
βεβαίως να ψαλιδίσουμε τις προσδοκίες…
Αυτή την παράμετρο που μένει στο περιθώριο των δημόσιων συζητήσεων
την ομολογεί κάθε χρόνο, χωρίς να το θέλει, το υπουργείο Παιδείας: «Το
κύριο συμπέρασμα από τη μελέτη των στοιχείων αυτών είναι ότι φέτος και
σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια οι επιδόσεις παρουσιάζουν πιο
ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, πολύ καλά, καλά, μέτρια κ.λπ. Η
κλιμάκωση αυτή θα βοηθήσει ώστε να γίνει πιο αντικειμενική η επιλογή».
Με λίγα λόγια, το υπουργείο Παιδείας με βάση τον βαθμό
δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων μοιάζει με τον υδραυλικό που κρατάει στο
χέρι του τον διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές του τη ροή
του νερού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου