Αύξηση της τιμής των εισιτηρίων
στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και ενδεχόμενη
ιδιωτικοποίηση των εκμαγείων πιστών αντιγράφων αρχαίων έργων τέχνης που
τώρα ανήκουν στο Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και όλα
αυτά επενδυμένα με «κλασικά» αστικά, νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα,
προέκυψαν από τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου του υπουργού Πολιτισμού, κ.
Νίκου Ξυδάκη, παρούσας της νέας διοίκησης του ΤΑΠΑ, υπό την πρόεδρο, κα
Ασπασία Λούβη.
Το ΤΑΠΑ, το οποίο αποτελεί μία από τις
βασικότερες χρηματοδοτικές πηγές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αφού
διαχειρίζεται τα πωλητήρια στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία
και διαθέτει την αποκλειστικότητα – προς όφελος του δημοσίου – των
πιστών αντιγράφων αρχαίων έργων τέχνης προς πώληση, απαξιώθηκε
οικονομικά και στελεχικά από όλες τις κυβερνήσεις, στο πλαίσιο του
ευρύτερου στρατηγικού στόχου του κεφαλαίου για την ιδιωτικοποίηση της
πολιτιστικής κληρονομιάς. Αποκορύφωμα αποτέλεσαν οι μειώσεις του
τακτικού κρατικού προϋπολογισμού του και η λεηλασία των αποθεματικών
του, με αφορμή την καπιταλιστική κρίση, την οποία «καλείται» να
πληρώσει, ως μη οφείλει, και ο πολιτιστικός τομέας. Το αποτέλεσμα ήταν
τα τελευταία δύο χρόνια το ΤΑΠΑ να μην μπορεί να καλύψει ούτε καν τις
στοιχειώδεις ανάγκες των Εφορειών Αρχαιοτήτων (των μάχιμων, δηλαδή,
μονάδων προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς) με τους προέδρους του
να σηκώνουν τα χέρια ψηλά και να παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλον.
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ τα παραπάνω ή
σαν να έχουν λυθεί, η σημερινή ηγεσία του ΥΠΠΟ προβάλλει τα ολέθρια
αποτελέσματα της παραπάνω πολιτικής έναντι του ΤΑΠΑ – μεταξύ των οποίων η
υποστελέχωση, η παλαιωμένη μηχανοργάνωση κ.λπ – ως «αιτίες», με
αποτέλεσμα να περιορίζει το πρόβλημα σε ζήτημα «εκσυγχρονισμού». «Το
βασικό μας θέμα» είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός στο ΤΑΠΑ, «είναι, πώς θα
πάρεις την απαρχαιωμένη μηχανή που καίει κάρβουνο και να τη βάλεις στη
σημερινή εποχή για να παράγει πλούτο». Σημειώνοντας με έμφαση ότι το
λογιστήριο του Ταμείου… δεν έχει λογιστή. Εντυπωσιακό όντως το
παράδειγμα, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν και η προειδοποίηση της κας
Λούβη, ότι οι εγκρίσεις για στελέχωση του προσωπικού ξεπερνούν τις
αρμοδιότητες του Ταμείου.
Τι μένει λοιπόν όταν δεν θέλεις, ως
κυβέρνηση, να στηρίξεις πραγματικά το δημόσιο χαρακτήρα των δομών
προστασίας και προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς; Να ακολουθήσεις
την αγοραία «πεπατημένη»: Αυξήσεις στα εισιτήρια και σκέψεις – φωναχτές
όμως – για ιδιωτικοποίηση του βαρέως «όπλου» εσόδων του ΤΑΠΑ, δηλαδή των
εκμαγείων. Αυτών που καθιστούν όντως το Ταμείο ως την «χρυσοτόκο
όρνιθα», όπως το χαρακτήρισε η κα Λούβη.
Τα εκμαγεία… και οι άνεργοι γραφίστες
Σε σχετική ερώτηση για τα εκμαγεία, αν
δηλαδή υπάρχουν τέτοιες προθέσεις, η κα Λούβη ξεκίνησε να απαντά
αρνητικά, αλλά σχεδόν αμέσως τη διέκοψε ο υπουργός λέγοντας ότι «αργά ή
γρήγορα θα τεθεί» τέτοιο ζήτημα. Πρόσθεσε ότι με την εξέλιξη της
τεχνολογίας θα κατασκευάζονται αντίγραφα με τρισδιάστατους εκτυπωτές,
άρα αυτή η δυνατότητα μπορεί να δοθεί στην αγορά. Ανέφερε μάλιστα και
τους χιλιάδες νέους άνεργους γραφίστες που θα μπορούσαν να φτιάξουν
εταιρίες και να πάρουν σχετικές δουλειές από το δημόσιο. Πρόκειται για
τυπικό, αστικό ρητορικό «τρικ» το οποίο δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τις
τραγικές συνέπειες του συστήματος, όπως την ανεργία, σαν «επιχείρημα»
επέκτασης της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου τομέα. Ξεπερνώντας επιπλέον
το γεγονός ότι αυτοί που τελικά θα ωφεληθούν δεν θα είναι οι άνεργοι
γραφίστες, αλλά οι μεγάλες εταιρίες που θα ορμήξουν κυριολεκτικά σε ένα
τέτοιο κερδοφόρο «φιλέτο».
Ομως, ο υπουργός άφησε ανοιχτό το ίδιο
ενδεχόμενο όχι μόνο για την ψηφιακή πιστοποίηση, αλλά και για τη
σημερινή, με τα συμβατικά, απτά εκμαγεία. Διότι, κατά τη γνώμη του, το
θέμα δεν είναι αν τα εκμαγεία θα ανήκουν στο δημόσιο λογιστικό ή όχι.
«Τι σημασία έχει;»…
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που
επιχειρείται κάτι τέτοιο. Το 2008, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο
γνωμοδότησε υπέρ της εκχώρησης σε ιδιώτες του δικαιώματος παραγωγής και
εμπορίας εκμαγείων αρχαίων αντικειμένων. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Μ.
Λιάπης, έλεγε στη Βουλή ότι «η παραγωγή αντιγράφων προς πώληση αποτελεί
στην παρούσα φάση ζημιογόνο δραστηριότητα για το Ταμείο (…) Στόχος του
ΤΑΠ είναι να παράγει αντικείμενα που απευθύνονται στο πιο απαιτητικό
τμήμα της αγοράς. Τα αντικείμενα χαμηλού κόστους που πωλούνται μαζικά
από τα καταστήματα των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, θα πρέπει να τα
προμηθευόμαστε από τρίτους ανεξάρτητους παραγωγούς εάν επιθυμούμε να
αποτελεί η συγκεκριμένη δραστηριότητα πηγή εσόδων όπως συμβαίνει
διεθνώς»…
Είναι λοιπόν προφανές ότι τα εκμαγεία
αποτελούν κερδοσκοπικό «κελεπούρι» για το κεφάλαιο από παλιά και οι
αστικές κυβερνήσεις – ανεξαρτήτως αυτοπροσδιορισμού… – κάνουν ό,τι
μπορούν να το ικανοποιήσουν. Και όταν συμβεί αυτό είναι μάλλον αμφίβολο
κατά πόσο θα παραμείνει η, σχεδόν διατυπωμένη σαν ευχή, βεβαιότητα της
κας Λούβη ότι «θα παραμείνει το συγκριτκό πλεονέκτημα της σφραγίδας του
ΤΑΠΑ» ως εγγύηση ποιότητα στα αντίγραφα.
“Η φραπέ ή μουσείο…
Η αύξηση της τιμής του εισιτηρίου
τεκμηριώθηκε ως εξής από τον υπουργό: «Έχουμε ακόμα τα φθηνότερα
εισιτήρια σε όλη την Ευρώπη. Σε τέτοιον βαθμό, ώστε αδικούμε την αξία
του προσφερόμενου αγαθού». Αποψη μέλλον προβληματική, αφού, ακόμη κι αν
προσπεραστεί η «περίεργη» αντιστοίχηση της αξίας της πολιτιστικής
κληρονομιάς με το ύψος της τιμής του εισιτηρίου πρόσβασης σε αυτήν,
προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα: 1) Ποιο είναι το ποσό που πρέπει να
κοστίζουν τα εισιτήρια για να μην απαξιώνονται τα μνημεία 2) Γιατί η
ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά του ελληνικού λαού συνιστά απαξίωσή τους;
Ο υπουργός δεν μπήκε σε τέτοιες
«λεπτομέρειες». Εσπευσε όμως να «ενοχοποιήσει», εμμέσως πλην σαφώς, τον
ελληνικό λαό, ότι, παρά τα «φθηνά», κατά τη γνώμη του, εισιτήρια και
παρά τις «πολλές», κατά τη γνώμη του, μέρες ελεύθερης εισόδου τη
χειμερινή περίοδο, ο κόσμος προτιμάει να δώσει τρία ευρώ για καφέ παρά
για εισιτήριο μουσείου. Πρόκειται για ένα ακόμη τυπικό παράδειγμα
αστικής προπαγάνδας: Η μετάθεση της ευθύνης για την υλική και
πολιτισμική εξαθλίωση… στον εξαθλιωμένο. Πάντως πρόσθεσε ότι δεν είναι
στις προθέσεις της κυβέρνησης η άρση του υπάρχοντος καθεστώτος ελεύθερης
εισόδου είτε ημερολογιακά είτε σε κοινωνικές ομάδες. Το οποίο προφανώς
θεωρεί επαρκές. Ωστόσο, η γενική γραμματέας του υπουργείου, κα Μαρία
Βλαζάκη, θύμισε ότι το ελληνικό κράτος «αναγκάστηκε» να καταργήσει τη
γενική ελεύθερη είσοδο στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία για
όλους και για όλο το χρόνο μετά από πίεση της ΕΕ, στο όνομα της
«ισότητας» των πολιτών της.
Φυσικά, για το γεγονός ότι ο ελληνικός
λαός δεν γνωρίζει την πολιτιστική του κληρονομιά δεν φταίει η προτίμησή
του στον καφέ, αλλά ένα σύστημα που εκλαμβάνει τον πολιτισμό και την
πρόσβαση σε αυτόν ως «δικαίωμα» της αστικής ελίτ. Η ποιότητα του
πνευματικού επιπέδου ενός λαού σχετίζεται άμεσα με το κυρίαρχο
οικονομικό σύστημα. Δεν υπήρξε ποτέ και ούτε θα υπάρξει περίπτωση να
κυριαρχεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο στην παραγωγική βάση μιας
κοινωνίας και να μην αντανακλάται αυτή η ταξική αντίθεση στην
εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την πρόσβαση στον πολιτισμό κλπ. Από αυτήν
την άποψη λοιπόν είναι απαράδεκτη η επιβολή εισιτηρίου για τον ελληνικό
λαό ακόμη και με συμβολικό κόστος ενός λεπτού. Πολύ περισσότερο η αύξησή
του. Αλλά και από καθαρά πρακτική άποψη, το σημερινό κόστος πρόσβασης
σε έναν αρχαιολογικό χώρο ή μουσείο για μια μέση ελληνική οικογένεια, το
χρόνο που μπορεί και θέλει, ήταν ήδη μεγάλο και έγινε απαγορευτικό με
την επιβολή των αντιλαϊκών μέτρων. Η αύξηση θα σημάνει την «ταφόπλακα»
σε ό,τι ξέραμε μέχρι σήμερα ως πρόσβαση στην πολιτιστική κληρονομιά.
Επιπλέον θυμίζουμε, ότι η αύξηση της
τιμής του εισιτηρίου στους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία αποτελεί
πρόταση της κυβέρνησης προς τους δανειστές, δια της «λίστας Βαρουφάκη»,
για πηγές εσόδων. Αυτό και μόνο το γεγονός αποτελεί την «επιτομή» της
απόλυτης εμπορευματικής αντίληψης για τη διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομιάς, η οποία εκλαμβάνεται με τον πλέον ανοιχτό και κυνικό τρόπο
ως μέσο δημιουργίας πλεονάσματος για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής
οικονομίας, ενώ ήδη έχουν τσακιστεί οι εργασιακές σχέσεις και τα
δικαιώματα. Μάλιστα, στη «λίστα» προσδιορίζεται ο ερχόμενος Ιούνιος ως
χρόνος εφαρμογής της νέας αυξημένης τιμής.
Αλλά και η αύξηση της τιμής των
εισιτηρίων δεν είναι «προνόμιο» της σημερινής κυβέρνησης. Αποτελεί
διαχρονικό «μοτίβο». Οι δικαιολογίες μόνος αλλάζουν αν και είναι πάντα
εξόφθαλμα ανορθολογικές. Σήμερα θέλουν να αυξήσουν την τιμή επειδή στο
εξωτερικό είναι… ακριβότερα! Το 2000, για παράδειγμα, η τότε
κυβέρνηση «εφηύρε» ακόμα μία εξόφθαλμα παράλογη δικαιολογία. Ετσι, το
Μάη του 2000, το Κεντρικό Ααρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε αλματώδη
αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν
διπλάσια! Η δικαιολογία; Η μεγάλη πτώση των εσόδων από εισπράξεις σε
μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους! Λόγος ο οποίος αφενός παραπέμπει σε
μια αντίληψη «μαγαζιού» για την πολιτιστική κληρονομιά, αφετέρου θα
έπρεπε λογικά να οδηγήσει σε μείωση της τιμής και όχι σε αύξηση.
Ο αγοραίος τρόπος με τον οποίο
αντιμετωπίζονται τα μνημεία προκύπτει και από τη «σαλαμοποίησή» τους με
αποκλειστικό κριτήριο την επισκεψιμότητα. Ετσι, στην Ακρόπολη και στους
άλλους έξι αρχαιολογικούς χώρους που την περιβάλλουν «στους οποίους
καταγράφεται το 25% του συνόλου των επισκεπτών σε όλη τη χώρα» όπως λέει
το ΥΠΠΟ (Αρχαία Αγορά, Ρωμαϊκή Αγορά, Ολυμπείο, Κεραμεικός, θέατρο
Διονύσου, Βιβλιοθήκη Αδριανού), θα αρχίσει εντός του Ιουνίου η εφαρμογή
του ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Το πρόγραμμα θα επεκταθεί έως τον Αύγουστο
σε άλλα 13 μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους (Κνωσός, Λίνδος, Δελφοί,
Ολυμπία, Μυκήνες, Επίδαυρος, Αιγές, Παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου στη
Ρόδο, Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη
Θεσσαλονίκη, Ασκληπιείο της Κω, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου).
Σύμφωνα με το ΥΠΠΟ, «η εφαρμογή του
ηλεκτρονικού εισιτηρίου και η αύξηση της τιμής αναμένεται να αποδώσουν
ιδιαίτερα τη νέα τουριστική περίοδο με το ωράριο 8πμ- 8 μ.μ.». Ομως «για
να εξυπηρετηθεί το ωράριο αυτό, αλλά και για τις ανάγκες που υπάρχουν
σε μουσεία εκτός αυτού του προγράμματος, αναμένεται η έγκριση των
συναρμοδίων υπουργείων για την πρόσληψη επιπλέον 720 εποχικών φυλάκων».
Δηλαδή θα συνεχιστεί η εργασιακή ομηρία, παρά το γεγονός ότι η
πολιτιστική κληρονομιά έχει τεράστια ανάγκη σε μόνιμο προσωπικό.
Γρηγόρης Τραγγανίδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου