Γιατί απολύσεις και συλλογικές συμβάσεις είναι προαπαιτούμενα.
Είναι γνωστό ότι οι δανειστές στις διαπραγματεύσεις, απαιτούν υιοθέτηση
διαρθρωτικών αλλαγών στις αγορές εργασίας, που υποτίθεται ότι θα
βελτιώσουν μακροπρόθεσμα τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Όμως η
πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ (Απρίλιος 2015) αναιρεί την αξιοπιστία των
μέτρων αυτών, τα οποία θα μειώσουν περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση,
αυξάνοντας την ύφεση. Στην μελέτη (World Economic Οutlook),
συμπεραίνεται πως δεν υπάρχει απόδειξη ότι μεταρρυθμίσεις που
απορυθμίζουν την αγορά εργασίας, έχουν θετικά αποτελέσματα στην αύξηση
της παραγωγικότητας και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων σε μια οικονομία.
Το γεγονός ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (ελάχιστος μισθός, κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων, κλπ) αποτελεί βασικό συστατικό των συνταγών του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις, προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά για την αξιοπιστία των απαιτήσεων και την ύπαρξη πολιτικών σκοπιμοτήτων στον χειρισμό της ευρωπαϊκής κρίσης και των προγραμμάτων «διάσωσης».
Το γεγονός ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (ελάχιστος μισθός, κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων, κλπ) αποτελεί βασικό συστατικό των συνταγών του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις, προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά για την αξιοπιστία των απαιτήσεων και την ύπαρξη πολιτικών σκοπιμοτήτων στον χειρισμό της ευρωπαϊκής κρίσης και των προγραμμάτων «διάσωσης».
Με βάση την συνηθισμένη οικονομετρική μεθοδολογία, οι υπηρεσίες του ΔΝΤ
διαπιστώνουν ότι η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη προωθούνται
με εργατικό δυναμικό υψηλής κατάρτισης, με προώθηση τεχνολογιών
πληροφορικής και επικοινωνίας, επενδύσεις έρευνας & ανάπτυξης και
μείωση της ρύθμισης στις αγορές προϊόντων. Δεν διαπιστώνεται κανένας
όμως συσχετισμός της παραγωγικότητας με την απορρύθμιση της αγοράς
εργασίας.
Το σημείο αυτό είναι σημαντικό, διότι από το 2000 με την Στρατηγική της
Λισαβόνας, όταν η ΕΕ αποφάσισε να προωθήσει την ανταγωνιστικότητα των
ευρωπαϊκών οικονομιών, μερικοί άρχισαν να προωθούν την άποψη οτι η
ελαστικότητα στην αγορά εργασίας είναι απαραίτητη για την προώθηση της
καινοτομίας. Εάν δηλαδή οι επιχειρήσεις μπορούσαν να απολύουν εύκολα
εργαζόμενους, τότε νέες και καινοτόμες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να
προσλάβουν τους εργαζόμενους που χρειάζονται για να αναπτυχθούν. Με την
ίδια λογική, όσο μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις μισθών δημιουργούνται όταν
η Ευρώπη απαλλαγεί από τις συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, τόσο
περισσότερο οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από τους εργαζόμενους σε
παρακμάζοντες βιομηχανικούς κλάδους και μειώνουν τους μισθούς στις
«επιχειρήσεις του μέλλοντος».
Βεβαίως αυτή είναι η παλιά θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής» του
Σουμπέτερ μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Ετσι, η κυρίαρχη σκέψη στην
οικονομική πολιτική που προωθήθηκε τα τελευταία χρόνια, θεωρεί πως η
λεγόμενη ακαμψία στην αγορά εργασίας ευθύνεται για την ανεργία. Και ότι η
απορρύθμιση αποτελεί την κατάλληλη πολιτική. Αυτή η ορθοδοξία, ότι
απορρύθμιση είναι η παγκόσμια λύση για την ανεργία, έχει αμφισβητηθεί
σοβαρά απο πολλές μελέτες που θεωρούν ότι στις αδύναμες οικονομίες όπως η
ελληνική, η ανεργία οφείλεται σε μακρο-οικονομικούς παράγοντες.
Είναι προς τιμή λοιπόν της υπηρεσίας του ΔΝΤ που ανατρέπει τον μύθο
στην έκθεση που αποτελεί την ναυαρχίδα του χρηματοοικονομικού κόσμου. Ο
ΟΟΣΑ επίσης το 2006, βρήκε πως δεν υπήρχε καμμιά συσχέτιση μεταξύ
ανεργίας και ρυθμίσεων για την προστασία της απασχόλησης και ότι το
επίπεδο του ελάχιστου μισθού και οι κεντρικές συλλογικές
διαπραγματεύσεις δεν έχουν στατιστική συσχέτιση με την ανεργία.
'Ομως η Κ. Λαγκάρντ επιμένει ότι η ελλάδα πρέπει να συνεχίσει την
αδιέξοδη πολιτική λιτότητας. Η εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί στο
περίφημο «λάθος» του ΔΝΤ. Όταν τον Απρίλιο του 2010 οι ευρωπαίοι εταίροι
συμφώνησαν με την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου για την αντιμετώπιση του
ελληνικού «προβλήματος», κάλεσαν το ΔΝΤ να βοηθήσει με την τεχνογνωσία
του, σε χώρες του τρίτου κόσμου. Η απόφαση που τότε ελήφθη υπό την πίεση
των δανειστών, ήταν η μη άμεση αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά η μεταφορά
του από τον ιδιωτικό τομέα, στον Δημόσιο. Ο ιδιωτικός τομέας ήταν σε
ποσοστό σχεδόν 80% μια Γερμανική (DB) και μια Γαλλική (BNP) τράπεζα, ενώ
δημόσιος τομέας οι ευρωπαϊκές χώρες και χρηματοοικονομικά εργαλεία τους
(EFSF).
Η απόφαση του ΔΝΤ να προταθεί νέος δανεισμός με το μνημόνιο , ώστε να
πληρωθούν οι τράπεζες στο ακέραιο, με καθαρά χρηματοπιστωτικά κριτήρια
ήταν λανθασμένη, καθώς ένα πρόβλημα αξιόχρεου, αντιμετωπίσθηκε ως
πρόβλημα ρευστότητας. Η απόφαση αυτή, θεωρείται ότι ήταν προφανώς
επηρεασμένη από την επιθυμία διάσωσης των τραπεζών, παρά το γεγονός ότι η
εξυπηρέτηση του χρέους δεν ήταν δυνατόν να γίνει χωρίς απάνθρωπη
υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Υπενθυμίζεται ότι τότε
πολλοί ζήτησαν μια άμεση αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους. Μεταξύ αυτών
ήταν και αρκετά μέλη του ΔΣ του ΔΝΤ (Ελβετία, Βραζιλία,κλπ) και ο Karl
Otto Pohl, πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανών Βιομηχάνων και ένας από
τους αρχιτέκτονες του ευρώ.
Σ΄ήμερα το πρόβλημα που προσπέρασε το «λάθος», επανεμφανίζεται και
αποτελεί τον πυρήνα της διαπραγμάτευσης. Οι ασιατικές οικονομίες που
έχουν την εμπειρία της κρίσης του 1987 και οι αναπτυσσόμενες χώρες με
την πείρα των ανελαστικών δανειακών όρων, θεωρούν πως κύριος στόχος του
ΔΝΤ είναι η προστασία των διεθνών πιστωτών και όχι τόσο η ανάπτυξη και
ανάκαμψη των χωρών που υποφέρουν από την κρίση. Είναι αλήθεια γεγονός
πως το 95% των δανεικών της τελευταίας πενταετίας κατευθύνθηκε στους
πιστωτές και αύξησε το δανειακό βάρος. 'Ετσι συνεχίζεται η
διαπραγμάτευση και μετά την Ρίγα, καθώς οι δανειστές δεν επιθυμούν να
αναγνωρίσουν ότι το «λάθος» ήταν caso pensato.
* caso pensato: προμελετημένο
Γεράσιμος Ποταμιάνος - οικονομολόγος, πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Πηγή: stokokkino.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου