Τη σημαντικότερη κρίση στην ιστορία της βιώνει η τριτοβάθμια
εκπαίδευση, καθώς το 2009 -πρώτη χρονιά της εθνικής περιπέτειας- η
«αναστροφή» της καλής πορείας που είχε διανύσει μέχρι τότε, την οδήγησε
κατευθείαν σε δείκτες του 2005 και (σε ορισμένες περιπτώσεις) του 2002!
Οι δημόσιες δαπάνες είναι χαμηλότερες του 2007, το προσωπικό λιγότερο
κι από αυτό του 2002, όλοι οι δείκτες επάρκειας/λειτουργικότητας
αρνητικοί, το ίδιο και σε ό,τι αφορά την ποιότητα και την
αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων σπουδών, συνάρτηση της οποίας είναι
και η μη ολοκλήρωσή τους από έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό φοιτητών.
Το 2012, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το 78,7% του τακτικού φοιτητικού
πληθυσμού αντιστοιχούσε σε ανενεργούς φοιτητές, δηλαδή τους γνωστούς
«αιώνιους». Κι όπως αποδείχθηκε από την προσπάθεια εκκαθάρισης των
μητρώων στα ΑΕΙ, το μεγαλύτερο ποσοστό δεν αντιστοιχούσε στους...
πραγματικά αιώνιους.
Η θεσμοθέτηση μηχανισμών στήριξης και καθοδήγησης των φοιτητών είναι η
λύση που προκρίνεται ως αποτελεσματικότερη στο πλαίσιο της «Ετήσιας
έκθεσης για την εκπαίδευση 2014» με θέμα την «Ελληνική τριτοβάθμια
εκπαίδευση: το εθνικό πλαίσιο αναφοράς (2001-2012)» που ανακοίνωσε το
Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ. Δεν είναι καινούργια
διαπίστωση η ύπαρξη της βαθιάς κρίσης σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης.
Κατακόρυφη πτώση
Είναι όμως κρίσιμη η αποτύπωση της κατακόρυφης πτώσης σχεδόν όλων των
δεικτών λειτουργίας τα τελευταία χρόνια, συμπαρασύροντας τα ελάχιστα
ενθαρρυντικά δεδομένα και -το χειρότερο- συρρικνώνοντας επικίνδυνα την
προοπτική.
Στο πρώτο μέρος της έρευνας πέρυσι, που αφορούσε το ευρωπαϊκό και
διεθνές πλαίσιο αναφοράς για το ίδιο χρονικό διάστημα, καταγράφονταν μεν
αρκετοί χαμηλοί δείκτες των ελληνικών ΑΕΙ έναντι του μέσου ευρωπαϊκού
όρου, αλλά επιβεβαιωνόταν η πάγια υπεραξία των ελληνικών ανώτατων
ιδρυμάτων, ήτοι τα «καλύτερα από τα αναμενόμενα εκπαιδευτικά και
ερευνητικά αποτελέσματα», αφού το 2010 η Ελλάδα κατείχε τη 14η θέση με
τιμή 45,3 στην 100βάθμια κλίμακα, πολύ κοντά στην αντίστοιχη μέση τιμή
της Ε.Ε. των 27 που είναι 48,1.
Στη φετινή καταγραφή, τίποτα ενθαρρυντικό δεν αναδεικνύεται από το
εθνικό πλαίσιο αναφοράς. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ.,
του υπουργείου Παιδείας και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το
2012, τελευταίο χρόνο της μελετώμενης δεκαετίας, δηλαδή στην καρδιά της
κρίσης, τρία χρόνια μετά την εκδήλωσή της (2009) και αρκετά πριν από την
επιδείνωση πολλών εκ των λειτουργικών δεικτών στα ΑΕΙ της χώρας, το
προφίλ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στοιχειοθετούνταν ως εξής:
1. Σημαντικά υποχρηματοδοτούμενη, αφού οι δημόσιες
δαπάνες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση την περίοδο 2008-2012 καταγράφουν
μείωση κατά 10,2% ή -132,3 εκατ. ευρώ (από 1,29 δισ. ευρώ το 2008 σε
1,16 δισ. ευρώ το 2012), τιμή χαμηλότερη από την αντίστοιχη (1,17 δισ.
ευρώ) το 2007.
2. Σοβαρά υποστελεχωμένη, αφού το προσωπικό μειώθηκε
την περίοδο 2009-2012 κατά 22,0% ή 6.617 μέλη (από 30.013 μέλη το 2009
σε 23.396 μέλη το 2012), αριθμός μικρότερος από τον αντίστοιχο του 2002
(26.553 μέλη), παρότι την ίδια περίοδο το σύνολο του τακτικού φοιτητικού
πληθυσμού καταγράφει μικρή αύξηση κατά 2,1% ή 5.731 φοιτητές/-τριες,
ενώ ο συνολικός φοιτητικός πληθυσμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
καταγράφει την ίδια περίοδο αύξηση κατά 5,1% ή 30.927 φοιτητές/-τριες.
3. Με υψηλή αναντιστοιχία μεταξύ αριθμού φοιτητών
και επάρκειας/ λειτουργικότητας των υποδομών και των παρεχόμενων
υπηρεσιών, αφού στην έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης των 384 τμημάτων
Πανεπιστημίων και ΤΕΙ (ΑΔΙΠ 2008-2014, επεξεργασία ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ)
καταγράφονται αρνητικές αναφορές ως προς την επάρκεια, τη
λειτουργικότητα/ καταλληλότητα, τον εξοπλισμό, την προγραμματισμένη
χρήση, τη διασφάλιση τεχνικού προσωπικού, τη συντήρηση/ καθαριότητα/
ασφάλεια και υγεία και την προσβασιμότητα.
4. Με πρόβλημα ποιότητας και αποτελεσματικότητας των
προγραμμάτων σπουδών και της διδασκαλίας, αφού στην έκθεση εξωτερικής
αξιολόγησης των 193 τμημάτων του πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΔΙΠ 2013-2014) καταγράφονται αρνητικές
αναφορές ως προς τα προγράμματα σπουδών των τμημάτων της τριτοβάθμιας
εκπαίδευση με αναφορές σε αλληλοεπικαλύψεις ύλης, επικαιροποίηση
προγράμματος, δομή και οργάνωση, εργαστηριακό εξοπλισμό, αξιοποίηση
σύγχρονων μεθόδων διδασκαλίας κ.ά.
5. Με οριακή θεσμοθετημένη μέριμνα για την
υποστήριξη των φοιτητών, προκειμένου να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν
τη φοίτησή τους, αφού εξαντλείται στη δωρεάν φοίτηση και παροχή
συγγραμμάτων, στο... πάσο και στην υπό όρους σίτιση και στέγαση. Την
περίοδο 2005-2012 η δημόσια δαπάνη για την οικονομική στήριξη των
φοιτητών (94,7 εκατ. ευρώ) μειώθηκε κατά 19,7% ή 23,3 εκατ. ευρώ. Την
τριετία 2009-2012 τα νοικοκυριά μείωσαν τις σχετικές δαπάνες κατά 162%.
Παράμετρος της έλλειψης μηχανισμών υποστήριξης αφορά –κατά τη μελέτη-
τον ιδιαίτερα υψηλό αριθμό «αιώνιων» φοιτητών. Η θεσμική λύση της
διαγραφής, επισημαίνεται στην έρευνα, είναι «εκτός ουσίας των στόχων του
ΕΧΑΕ, αφού παραμένει η μόνη χώρα που δεν έχει θεσμοθετήσει οικονομικά
μέτρα στήριξης και μηχανισμούς καθοδήγησης και βοήθειας των φοιτητών που
αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης ή αιφνίδιας αδυναμίας, ενώ έτσι
διευρύνεται το ήδη υψηλό ποσοστό των NEETs στην Ελλάδα (νέοι έως 24 ετών
οι οποίοι βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας και χωρίς την οποιαδήποτε
ευκαιρία εκπαίδευσης ή κατάρτισης).
6. Με υψηλές διαφοροποιήσεις των βασικών δεικτών και
χαρακτηριστικών ανά κατηγορία ιδρυμάτων, τμημάτων, πεδίων και τομέων
σπουδών και εν τέλει διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στα Πανεπιστήμια και
τα ΤΕΙ. Για παράδειγμα, ο δείκτης ελκυστικότητας των πανεπιστημιακών
τμημάτων καταγράφει τριπλάσια μέση τιμή (17,8% έναντι 6,4% στα ΤΕΙ).
7. Στις σημαντικές καταγραφές για τις ανισότητες περιλαμβάνονται και:
•η αύξηση των νεοεισερχόμενων από υψηλότερα μορφωτικά και οικονομικά επίπεδα γονέων
•η αύξηση των άνεργων γονέων, πολύ περισσότερο στον τεχνολογικό τομέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου