Τον Μάιο του 2010, η Βουλή συζητούσε για τη «διάσωση» της ελληνικής
οικονομίας, που μεταφράστηκε στο «Μνημόνιο Ι». Στόχος του ήταν η λήψη
«μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που ανέρχονται σε 11 μονάδες του ΑΕΠ ή
περίπου 30 δισ. ευρώ έως το 2013».
Για τους πολίτες αυτό σήμαινε πρωτοφανείς μειώσεις στους μισθούς του
δημόσιου τομέα και τις συντάξεις, καθώς και αυξήσεις στον ΦΠΑ και τους
ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Λιγότερο γνωστό, όμως, είναι ότι προέβλεπε
και την επιβολή ενός ειδικού φόρου στις τηλεοπτικές διαφημίσεις.
Συγκεκριμένα, με την παρ. 12 του άρθρου 5 του ν. 3845/2010,
επιβλήθηκε ειδικός φόρος στις διαφημίσεις στην τηλεόραση, με συντελεστή
20%, επί της αξίας της διαφήμισης. Σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, ο
φόρος αυτός βαραίνει άμεσα τη διαφημιζόμενη επιχείρηση ή τον διαφημιστή
που μεσολαβεί και το τιμολόγιο εκδίδεται στο όνομά του.
Οπως προβλέπεται, δε, «τον ειδικό φόρο εισπράττουν τα τηλεοπτικά μέσα
ενημέρωσης και αποδίδουν στο Δημόσιο με μηνιαίες δηλώσεις που
υποβάλλουν στην αρμόδια ΔΟΥ φορολογίας εισοδήματος αυτών, μέχρι την
εικοστή (20ή) ημέρα κάθε μήνα, για τα έσοδα από τις τηλεοπτικές
διαφημίσεις του προηγούμενου μήνα». Τέτοιου είδους φόροι δεν αποτελούν
ελληνική εφεύρεση. Πολύ πρόσφατα, για παράδειγμα, η Ουγγαρία υιοθέτησε
έναν παρόμοιο φόρο στο διαφημιστικό εισόδημα.
Η συγκεκριμένη φορολογική επιβάρυνση θα έπρεπε να ξεκινήσει να ισχύει
από τις 6 Μαΐου 2010, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3845/2010 και
ισχύος όλων των διατάξεων του νόμου. Δύο μήνες όμως μετά την ψήφιση του
νόμου, προστέθηκε η παρ. 5 του άρθρου 49 του ν. 3871/2010, με την οποία η
έναρξη ισχύος μετατέθηκε για την 1η Οκτωβρίου 2010. Η επίσημη
δικαιολογία εστίαζε στο ότι δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για την έκδοση των
σχετικών υπουργικών αποφάσεων. Λογικό έως έναν βαθμό.
Δεύτερη παρέμβαση
Ωστόσο, μέσα στην ίδια χρονιά, υπήρξε και δεύτερη νομοθετική
παρέμβαση. Συγκεκριμένα, με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 3899/2010
(ΦΕΚ Α΄ 212/17.12.2010) προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην παρ. 12 του
άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 ως εξής: «Η ισχύς των διατάξεων της
παραγράφου αυτής αρχίζει από 01.01.2012» και με αυτόν τον τρόπο
μετατέθηκε για την αρχή της νέας χρονιάς η ισχύς του επίμαχου φόρου.
Τα έτη που ακολούθησαν δεν επιβεβαίωσαν τους πιο καλόπιστους. Με
νομοθετικές παρεμβάσεις που (όλως τυχαίως;) δημοσιευόταν στο ΦΕΚ στις
31.12 εκάστου έτους, η έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής έπαιρνε απανωτές
παρατάσεις. Συγκεκριμένα:
Επί κυβερνήσεως Παπαδήμου, με την παράγραφο 9 του άρθρου 3 της από
31.12.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α΄ 268/31.12.2011) η
έναρξη ισχύος της διάταξης μετατέθηκε για την 01.01.2013. Επί
κυβερνήσεως Σαμαρά, με το άρθρο 22 της από 31.12.2012 Πράξης Νομοθετικού
Περιεχομένου (ΦΕΚ Α΄ 256/31.12.2012), η έναρξη ισχύος της διάταξης
μετατέθηκε για την 01.01.2014. Και πάλι με κυβέρνηση Σαμαρά, με το άρθρο
53 του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α΄ 287/31.12.2013) η έναρξη ισχύος της ανωτέρω
διάταξης μετατέθηκε για την 01.01.2015.
Ακόμα και ακριβώς πριν από τις εκλογές της 25ης Μαΐου του 2015, δεν
έλειψε η μέριμνα για τον εν λόγω φόρο, όπως είχε αποκαλύψει η «Εφ.Συν.».
Με την ΠΟΛ 1016/12.01.2015 (ΦΕΚ Β΄ 3364) ορίστηκε ότι η δήλωση για την
καταβολή του συγκεκριμένου φόρου θα υποβάλλεται μέχρι τις 20 Ιανουαρίου
του επόμενου έτους και θα αφορά όλα τα έσοδα τηλεοπτικών διαφημίσεων του
προηγούμενου έτους. Με άλλα λόγια, η καταβολή του φόρου μετατέθηκε για
την 20.01.2016 και η απόδοσή του έγινε πλέον ετήσια.
Η αιτιολόγηση
Γιατί όμως αυτή η φροντίδα από τους νομοθέτες; Από την αιτιολογική
έκθεση του ν. 4223/2013 πληροφορούμαστε ότι μια ενδεχόμενη εφαρμογή της
διάταξης δύναται να προκαλέσει περαιτέρω προβλήματα στην βιωσιμότητα των
τηλεοπτικών σταθμών και διαφημιστικών εταιρειών, «με κίνδυνο να χαθούν
εκατοντάδες θέσεις εργασίας, καθώς και σημαντικά έσοδα για το Δημόσιο
και τα ασφαλιστικά ταμεία».
Τρεις μνημονιακές κυβερνήσεις, αυτές των Γιώργου Παπανδρέου, Λουκά
Παπαδήμου και Αντώνη Σαμαρά, ανέβαλαν, λοιπόν, την επιβολή του φόρου επί
των διαφημίσεων στα τηλεοπτικά κανάλια, δημιουργώντας προφανώς ευνοϊκό
κλίμα ανάμεσα στις κυβερνήσεις και το μιντιακό σύστημα.
Η επιχειρηματολογία για την αποτελεσματικότητα του φόρου και τις
επιπτώσεις του μπορεί να τεθεί προς συζήτηση, είναι ωστόσο προφανές ότι
αυτές οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε χαριστικές «φοροαπαλλαγές» μόνο προς
το μιντιακό σύστημα. Γεγονός που δεν ίσχυσε για τα εκατομμύρια
φτωχότερων πολιτών που κλήθηκαν να πληρώσουν αυξημένους φόρους κατά
337%, ενώ οι πλουσιότεροι επιβαρύνθηκαν μόλις κατά 9%, σύμφωνα με την
πρόσφατη έκθεση των γερμανικών συνδικάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου