Η επιτυχία μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, κόντρα στις προσταγές
των ευρωπαϊκών ελίτ, θα σηματοδοτεί αναγκαστικά το τέλος τους.
Σε ένα άρθρο μας με τίτλο «Στο μυαλό του Γιάνη Βαρουφάκη»,
με την έναρξη ουσιαστικά της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, έγινε
προσπάθεια να αποκωδικοποιηθεί η Λογική αυτής της διαδικασίας που
φάνταζε «νέα, ωραία και ευτυχής» (όσον αφορά την κατάληξη της), έναντι
τουλάχιστον των απελθόντων διαπραγματευτών –ο Θεός να τους κάνει-
εκπροσώπους εν πολλοίς της ντόπιας παρασιτικής ελίτ, που λυμαίνεται τον
τόπο επί δεκαετίες, για να μην πούμε από ιδρύσεως του ελλαδικού
κρατιδίου.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της διαπραγμάτευσης φάνταζαν
όμως «νέα, ωραία και ευτυχή» ακόμη και έναντι των ψυχαναγκαστικών
executives που το παίζουν συν-εταίροι μας. Τι σπουδαία γλώσσα, η
ελληνική! Βγάζεις το «συν», το μαζί δηλαδή, και σου μένει αυτό που
πραγματικά είναι οι κουρδιστόψυχοι αυτοί τύποι, στην καλύτερη των
περιπτώσεων. «Εταίροι», λέει. Ένα, δύο «ες» απόσταση απ’ τις «εταίρες».
Υποστηρίζαμε
στο άρθρο εκείνο ότι, σε αντίθεση με το video games, τις
χολιγουντιανές υπερπαραγωγές ή τις πωλήσεις, όπου οι παίκτες
διαπραγματεύονται έχοντας κατά νου τον απώτερο στόχο τους, δηλαδή να
νικήσουν τους αντιπάλους τους, o Βαρουφάκης ακολουθώντας μια τεχνική που
θεμελίωσε ο Αμερικανός ψυχολόγος Carl Rogers, πίστευε ότι η
διαπραγμάτευση μπορεί να γεφυρώσει τα όρια που θέτουν οι αντίπαλοι,
βοηθώντας τους να κατανοήσουν και να αποδεχτούν ο ένας τον άλλο.
Αυτό
το είδος διαλόγου, είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε θέματα με συναισθηματική
φόρτιση, ακριβώς γιατί υποβαθμίζει τη συναισθηματική ένταση –μέσω της
ενσυναισθητικής κατανόησης του απέναντι Άλλου- και τονίζει τα λογικά
επιχειρήματα.
«Βγάλε το σκασμό και άκου τον εχθρό σου!», θα μπορούσε να είναι ένα αφαιρετικό motto της διαδικασίας αυτής.
«Εάν εμμένουμε στην αντίληψη που μας διαφοροποιεί από τους άλλους, εάν είμαστε «εμείς» versus «οι άλλοι», τότε υπάρχουν δύο ιδέες, δύο συναισθήματα, δύο κρίσεις-αποφάσεις, ενώ χάνουμε ο ένας τον άλλο, μέσα σε ένα ψυχολογικό χάος». Τα αποτελέσματα είναι η έλλειψη της επικοινωνίας και οι ασύμπτωτες και αγεφύρωτες διαφορές. «Σαν να λέμε, εγώ είμαι 100% σωστός και εσύ είσαι 100% λάθος», θα πει ο Rogers.
Να γιατί επιλέχθηκε και εντάχθηκε η λέξη «γέφυρα», στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την νέα συμφωνία. Να γιατί επιλέχθηκε η υιοθέτηση του 65% ή 70% των μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου, δηλαδή των θέσεων του Άλλου. Στην πραγματικότητα το 65% ήταν ένα εντελώς αυθαίρετο ποσοστό, γιατί κανείς δεν ξέρει πραγματικά πάνω σε ποια βάση αναφερόταν. Στον αριθμό των μέτρων; Στον αριθμό των μεταρρυθμίσεων; Στο οικονομικό μέγεθος των μεταρρυθμίσεων; Στον οικονομικό αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων για τα φτωχότερα στρώματα;
Έτσι, χωρίς να δεσμεύει επί της ουσίας πουθενά, η ιδέα αυτή της «γέφυρας» κατάφερνε να διαχέει ένα «ροτζεριανό» συμβολικό μήνυμα στην άλλη πλευρά: Εμείς λέμε ότι κατά 70% έχετε δίκιο εσείς! Αυτή ήταν με δυό λόγια η Δημιουργική Ασάφεια του Γιάνη.
Και η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτές τις ιστορίες, όπως και σε πολλές καθημερινές ανάλογες, το πιο δύσκολο πρόβλημα για τους Άλλους (προφανώς και για μας) είναι να μας ακούσουν, πριν βάλουν το μυαλό τους να δράσει, με βάση τα πιστεύω τους. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι Άλλοι (προφανώς και εμείς), δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν, κυρίως εξ’ αιτίας ενός βαθύτερου φόβου ότι μπορούμε να τους αλλάξουμε τις απόψεις τους. Κάτι που βέβαια ούτε εμείς το θέλουμε! Γι’ αυτό συνήθως όταν «ακούμε», ακούμε όχι αυτό που λέει ο Άλλος, αλλά αυτό που περιμένουμε να ακούσουμε, ενώ τις περισσότερες φορές αξιοποιούμε το χρόνο της ομιλίας του άλλου, για να προετοιμάσουμε, μέσα μας, τη δική μας απάντηση. «Μην ακούς αυτό που νομίζεις ότι λέω!» θα μπορούσαμε να πούμε κάπως αφοριστικά.
Στην πραγματικότητα, όλοι έχουμε μεγαλώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρούμε ότι –κατά βάσιν- η δική μας άποψη, είναι και η μόνη έγκυρη. «Η μεγάλη πλειοψηφία από μας, υποστηρίζει ο Rogers, δεν μπορεί να ακούσει! Κι αυτό γιατί θα ήμασταν υποχρεωμένοι να θέσουμε τους εαυτούς μας σε μια διαδικασία αξιολόγησης, σε μια αξιολογική κρίση ή και επι-κριτική. Να γιατί η ακρόαση φαίνεται να είναι μια πολύ επικίνδυνη ιστορία, που απαιτεί πριν απ’ όλα κουράγιο, κάτι που είναι φυσικό να μην διαθέτουμε πάντα».
Ακόμη και το ντύσιμο του Γιάνη, που μοιάζει να αμφισβητεί τους καθιερωμένους κανόνες, θα μπορούσε, με έναν τρόπο, να συμβολίζει την άρνηση εγκλωβισμού στους συνηθισμένους κανόνες της επιχειρηματολογίας. Όπως θα γράψει, και πάλι, ο Guardian, «ο περισσότερος κόσμος πηγαίνει σε μια διαπραγμάτευση, προσπαθώντας να αντιγράψει το στυλ αυτού που θα συναντήσει. Όταν κάποιος δεν το κάνει δεν είναι τυχαίο. Ο Βαρουφάκης πρέπει να ήταν σίγουρος ότι ο Όσμπορν και οι υπόλοιποι θα ήταν ντυμένοι με κοστούμι». «Μοιάζει πιο χαλαρός, πιο αξιόπιστος, πιο προσιτός. Μοιάζει με φυσιολογικό άνθρωπο» θα σχολιάσουν άλλα μέσα. Βέβαια όλα αυτά θα λέγονται πριν ενορχηστρωθεί η συντονισμένη επίθεση των διεθνών και ντόπιων μέσων και μηχανισμών ενάντια ακριβώς σ’ αυτή τη διαπραγματευτική καινοτομία του Βαρουφάκη. Κάπως έτσι «ο χαλαρός, αξιόπιστος και προσιτός τύπος που μοιάζει με φυσιολογικό άνθρωπο» θα γίνει πολύ σύντομα «ο ναρκισσιστής, αγενής, μπήξε δείξε, με το σηκωμένο δάχτυλο».
Η «Βαρουφάκεια» επιχειρηματολογία ήθελε να είναι συλλογική και φιλική. Να σέβεται τις απόψεις των άλλων, να επιτρέπει πολλαπλές αλήθειες και να επιδιώκει να πετύχει κάποιο βαθμό σύμφωνης γνώμης, αντί να πείσει απόλυτα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η συμβιβαστική λύση δεν θα είναι πάντα εφικτή, αυτή η εκδοχή θα μπορούσε να επιτρέψει στις αντιτιθέμενες πλευρές να βρούν κοινό έδαφος και να εκτονώσουν τελικά τη σύγκρουση.
Η «Βαρουφάκεια» επιχειρηματολογία, όπως προφανώς και η Ροτζεριανή, δεν είναι όμως μια επιχειρηματολογία αναμέτρησης. «Δεν τίθεται θέμα μονομαχίας. Δεν θα υπάρξουν απειλές. Δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος. Δεν υπάρχει αφήγημα φαρ ουέστ» τόνιζε ο νέος υπουργός, κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής στο υπουργείο οικονομικών. «Οσοι περιμένουν μια σύγκρουση με την Ευρώπη θα διαψευστούν» είχε πει.
Και όπως ο Rogers στήριξε αυτή την αντίληψη του για τις διαπραγματεύσεις στην Προσωποκεντρική Θεραπευτική Προσέγγιση, ο Βαρουφάκης δεν σταμάτησε να μιλάει για την «ανάγκη μιας Θεραπευτικής Συμφωνίας!»
Το άρθρο μας εκείνο τελείωνε με μια αίρεση, μιαν αμφιβολία.
Μιαν αμφιβολία που πήγαζε από το γεγονός ότι στην σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται ως παράδειγμα αστοχίας της προσέγγισης αυτής, η δραματική «ευκαιρία» εφαρμογής, που υπήρξε στην περίοδο της Αμερικανο-ιρακινής κρίσης του 2003. Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης του στο CBS, λίγο πριν ο Μπούς διατάξει την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, ο Σαντάμ Χουσείν ρώτησε τι θα μπορούσε να κάνει η Ιρακινή κυβέρνηση για να αποτρέψει μια επικείμενη καταστροφή της χώρας του.
Ο Σαντάμ φαινόταν πολύ σοβαρός και η κατάσταση ήταν ολοφάνερα πολύ τεταμένη, καθώς έκανε την πρόταση, και πολύ λογικά, να συμμετάσχει με τον Μπους σε μια δημόσια συζήτηση, με συντονιστή κάποιον ουδέτερο-τρίτο. «Θα επιτρέψουμε στον Πρόεδρο Τζώρτζ Μπους να παρουσιάσει τις θέσεις του, δήλωσε ο Σαντάμ και στη συνέχεια, θα ήθελα να παρουσιάσω και τις δικές μου. Οι δυο πλευρές θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, καθώς επίσης και οι πολίτες του Ιράκ, των Η.Π.Α. αλλά και του υπόλοιπου κόσμου».
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, πανευτυχής, ότι η κοινή λογική δεν είναι, τελικά, κάτι τόσο ασυνήθιστο. Όμως ο Λευκός Οίκος, προφανώς, δεν είχε ακούσει για την Ροτζεριανή επιχειρηματολογία, (...ούτε ο Γιάνης ήταν ακόμη στα πράγματα), φαίνεται μάλιστα πως και ο Τζώρτζ Μπούς Τζούνιορ ήταν αρκετά ανόητος και ίσως «χρήσιμα» παράλογος, οπότε και απέρριψε αμέσως την προσφορά του Σαντάμ, σαν «ένα ακόμη τέχνασμα». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία με τις φρικτές της συνέπειες να εξακολουθούν να εξελίσσονται ακόμη και ως σήμερα.
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, ύστερα από την εμπειρία της διαπραγμάτευσης μέχρι σήμερα, είναι αν η Μέρκελ, ο Σόϊμπλε και τ’ άλλα παιδιά, είναι ευφυέστεροι και ορθολογικότεροι του Μπους του Μικρού; Διότι είναι φανερό ότι η άλλη πλευρά, όσο και αν θέλουμε να την ακούσουμε, επιμένει να σκέφτεται και να δρα συγκρουσιακά. Σε αντίθεση μάλιστα με τον αμερικανικό παράγοντα που δείχνει να έχει πάρει το μάθημα του.
Νομίζω ότι πρέπει να το παραδεχτώ και προσωπικά. Η άλλη πλευρά «δεν μάσησε» στην Βαρουφάκεια προσέγγιση. Πιθανόν να μπορούσε, αλλά «δεν». Και πρέπει να πούμε ότι σίγουρα δεν είναι ευθύνη του Βαρουφάκη αυτό. Η προσέγγιση αυτή απαιτεί, προυποθέτει, δύο κατά βάσιν λογικά μέρη. Για την ακρίβεια, η Βαρουφάκεια διαπραγμάτευση, προϋποθέτει... διαπραγμάτευση.
Ενώ εδώ το μήνυμα της άλλης πλευράς είναι ξεκάθαρο και αδιαπραγμάτευτο: ή υποχωρείτε ή σας καταστρέφουμε. Το γνωστό Μήλιο δίλημμα, για τους λάτρεις του Θουκυδίδη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχει δίλημμα και ως εκ τούτου, με μια έννοια, δεν υπάρχει και δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Υποχωρήσετε, δεν υποχωρήσετε, εμείς έχουμε αποφασίσει να σας καταστρέψουμε διότι χαλάτε, ή μάλλον, προκειμένου να μην χαλάσετε την ευρωπαϊκή, πειθήνια και υποτακτική στην Γερμανία, «πιάτσα». Απλά πράγματα.
Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πυροβολήσουν τα ίδια τα πόδια τους, αφού πέρα από τις θεωρητικές κατασκευές περί προετοιμασίας των Γερμανών και λοιπών σε περίπτωση Grexit, η αλήθεια για κάθε νουνεχή ηγεμόνα, όπως δείχνουν να είναι εν προκειμένω οι Αμερικανοί, είναι ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τόσο πολυπαραγοντικό, χαοτικό και «φουσκομπαλωνάτο» που και μια καρφίτσα μπορεί να κάνει τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημιά. Δεν χρειάζεσαι κομπρεσσέρ για να τρυπήσεις ένα φουσκωμένο μπαλόνι.
Αλλά ας επιχειρηματολογήσουμε λίγο περισσότερο στο γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Πώς απαντήθηκε η Βαρουφάκεια προσέγγιση;
Με καταιγιστικά προσωπικά πυρά –και κάτω από τη ζώνη- σε βάρος του διαπραγματευτή σε μια προσπάθεια να ακυρωθεί ο ίδιος.
Με περίπου ή και όχι περίπου ύβρεις διαφόρων, κατά τα λοιπά ευγενών και εκλεπτυσμένων, δυτικών αστών, σε βάρος της χώρας και της εκλεγμένης δημοκρατικά Κυβέρνησης.
Με την απόλυτη άρνηση προς την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει το προεκλογικό της πρόγραμμα.
Με την επιδεικτική και προκλητική αδιαφορία ή πλήρη άρνηση σε οτιδήποτε και αν πρότεινε η ελληνική πλευρά. Ακόμη και η δημιουργικώς ασαφής συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, υπογράφτηκε μόνο και μόνο στην προσδοκία ότι η ταμειακή ρευστότητα θα αποτελέσει θηλιά στο λαιμό της χώρας και -με την βοήθεια και της πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό- η κυβέρνηση θα καταρρεύσει.
Απορρίφθηκε ακόμη, χωρίς κανέναν μάλιστα έπαινο, η πρόταση για ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη χρέους, που θα αφορούσε το πράγματι υπαρκτό και τεράστιο πρόβλημα σε μια σειρά από υπερχρεωμένες χώρες της νομισματικής ένωσης.
Απορρίφθηκε η συσχέτιση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, που ήταν μάλιστα και πρόταση των Γερμανών συμβούλων της Μέρκελ (DIW).
Απορρίφθηκε μια ενδιάμεση χρηματοδοτική δυνατότητα με την αύξηση του πλαφόν έκδοσης εντόκων γραμματίων.
Απορρίφθηκε η καθόλα νόμιμη απόδοση στην ελληνική πλευρά μέρους των κερδών από την –άθλια- κερδοσκοπική εξαγορά των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ύψους 2,5 δις.
Απορρίφθηκε η πρόταση για την αξιοποίηση μέρους των 11,4 δις ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για την αντιμετώπιση του προβλήματος με τα κόκκινα δάνεια στις ελληνικές τράπεζες. Ποσό το οποίο μάλιστα και επιστράφηκε «τσαμπουκά» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας(EFSF).
Στο αναμεταξύ, ήδη από 11/2 η ΕΚΤ δεν δέχεται ελληνικά ομόλογα ως collaterals, βάζοντας φρένο στην πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη φτηνή ρευστότητα, την ίδια στιγμή που συντονισμένα περί τα 25 δις ευρώ εγκαταλείπουν στο πρώτο δίμηνο του χρόνου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, βάζοντας ρότα για τις φιλόξενες Γερμανικές τράπεζες ή τα στρώματα από κοκοφοίνικα των νεοελλήνων.
Απορρίφθηκε, ακόμη, από αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο που ακούει στο όνομα Κοστέλο, (Άμποτ Κοστέλο;) ακόμη και η κατάθεση του νομοσχεδίου για την ανθρωπιστική κρίση, ακόμη και με αυτές τις πενιχρές, κουτσουρεμένες του προβλέψεις.
Απορρίφθηκε, η κατάργηση της κινεζοποίησης των Ελλήνων εργαζομένων με τις παράνομες μαζικές απολύσεις, αλλά και το σύνολο του προγράμματος της Θες/νίκης οδηγώντας την κυβέρνηση σε σημαντικό περιορισμό της πολιτικής ισχύος, του πολιτικού κεφαλαίου, που είχε κατακτήσει στην ελληνική κοινωνία αμέσως μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού.
Απορρίφθηκε τέλος(;), η όποια μεταρρυθμιστική πρόταση θα μπορούσε να υποβάλλει η ελληνική πλευρά, ώστε χρειάστηκε η επικουρία μιας συμφωνίας με τον ΟΟΣΑ, μήπως και καταστεί εφικτό να ακουστεί μια ελληνική πρόταση, αν φέρει και την καπιταλιστική σφραγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού. Σαν πιτσιρικάδες που επικαλούνται τον μεγαλύτερο αδελφό της μαμάς τους μπας και γίνουν πιστευτοί. Μέχρι δε και ο «περίπου αυτιστικός» υπουργός οικονομικών της Κύπρου επιστρατεύτηκε για να καταδειχθεί ότι «η ελληνική κυβέρνηση, είναι περίπου ένα κακομαθημένο παιδί που δεν ξέρει τι θέλει». Για να μην μιλήσουμε για την απίστευτη κιτρινίλα του γερμανικού τύπου που παριστάνει τον ευρωπαϊκό. Από την μονταζιέρα με το δάχτυλο του Γιάνη μέχρι τα 800 δις ευρω των Ελλήνων σε ελβετικούς λογαριασμούς της «έγκυρης» Welt am Sonntag που τελικά ήταν μόνο 800 εκ. ευρώ, κατά δήλωση της ίδιας εφημερίδας, που ήταν όμως η μόνη που έκανε και τη σχετική διόρθωση.
Νομίζω ότι εκείνο που δεν συνειδητοποιήσαμε είναι ότι διαπραγμάτευση δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει, απλούστατα γιατί το διακύβευμα της άλλης πλευράς είναι αδιαπραγμάτευτο. Πρόκειται για την ίδια την ύπαρξη της. Πρόκειται για θεμελιώδες ασυμβίβαστο! Πρόκειται για sine qua non, που λένε και...στην Κρήτη.
Γιατί η επιτυχία μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, κόντρα στις προσταγές των ευρωπαϊκών ελίτ, θα σηματοδοτεί αναγκαστικά το τέλος τους. Και αυτό δεν θα το αφήσουν να συμβεί ποτέ. Απλούστατα, γιατί κανείς απ’ αυτούς, τους καλοζωϊσμένους και ευγενείς τύπους, δεν έχει λόγο να αυτοκτονήσει. Θα προτιμήσουν να χάσουν ακόμη και τα δισεκατομμύρια των δανείων τους, αρκεί να συνεχίσουν να υπάρχουν για να καρπώνονται τα υπόλοιπα. Είναι γι’ αυτούς ζήτημα ζωής και θανάτου, γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι το «ελληνικό προηγούμενο» θα πυροδοτούσε εκκωφαντικά τις αντίστοιχες τάσεις στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία για να μην μιλήσουμε για τους γίγαντες ασθενείς. Έτσι κι αλλιώς οι ίδιοι προεξοφλούν ότι η ιστορία τους τελειώνει κάπου στο 2017 με την αναμενόμενη άνοδο της ακροδεξιάς κυρίας Λεπέν στη Γαλλία. Αλλά αυτοί είναι δικά τους παιδιά. Μια «άκρη» θα τη βρουν. Το αίμα νερό δεν γίνεται. Εκτός και αν ακόμη και αυτό, δηλαδή η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία και η ως εκ τούτου αποχώρηση της Γαλλίας από την ευρωζώνη και η διάλυση της είναι προγραμματισμένο γεγονός απ’ αυτά που και οι «πσεκασμένοι» συνωμοσιολόγοι αδυνατούν να πιστέψουν, αλλά καμιά φορά βγαίνουν αληθινά.
Μέσα από αυτό πρίσμα, ακόμη και αν θα υπάρξει κάποιας μορφής συμφωνία μέχρι τη Δευτέρα, αυτή ή θα οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση στην πλήρη υποταγή, πράγμα μάλλον αδύνατο γιατί ούτε η ελληνική κυβέρνηση έχει κάποια λόγο να αυτοκτονήσει ή θα ναρκοθετηθεί πάλι δεόντως ώστε αργά ή γρήγορα να συμβεί το «ατύχημα». «Ατύχημα» το οποίο ως «ατύχημα», θα διασκεδάσει και κάπως τις εύλογες αμερικανικές ενστάσεις και αντιρρήσεις. Ή θα οδηγήσει με την πάροδο μερικών μηνών λαϊκής δυσφορίας στην πλήρη εξουθένωση του πολιτικού κεφαλαίου της συγκυβέρνησης, στην πτώση της και στη διαμόρφωση νέων ποταμίσιων ισορροπιών πάνω στην εκσυγχρονιστική γέφυρα του πολυπόθητου ευρώ.
Στο δια ταύτα; Μια λέξη ή μάλλον τέσσερις. Την αλήθεια στον Λαό...
Τώρα...Προετοιμασία. Έξι λέξεις...Όσα και τα γράμματα του ΣΥΡΙΖΑ, όσα και για την Άνοιξη, που αρχίζει με Αν και δεν μπορεί να τελειώνει με ήτ(τ)α...
Υ.Γ. «Ο Γερμανός δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, παρά μόνον τον εκφοβισμό – δεν δείχνει καμία γενναιοδωρία ή ενδοιασμό στις διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχει πλεονέκτημα που δεν θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί, κανένα σημείο στο οποίο δεν θα ξέπεφτε χάριν του κέρδους, ενώ είναι άνευ τιμής, υπερηφάνειας ή οίκτου. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει ποτέ να διαπραγματεύεσαι με έναν Γερμανό ή να συμφιλιώνεσαι μαζί του – πρέπει να του υπαγορεύεις αυτά που θέλεις. Υπό οποιουσδήποτε άλλους όρους, δεν σε σέβεται ή δεν θα τον εμποδίσεις από το να σε εξαπατήσει.»
«Βγάλε το σκασμό και άκου τον εχθρό σου!», θα μπορούσε να είναι ένα αφαιρετικό motto της διαδικασίας αυτής.
«Εάν εμμένουμε στην αντίληψη που μας διαφοροποιεί από τους άλλους, εάν είμαστε «εμείς» versus «οι άλλοι», τότε υπάρχουν δύο ιδέες, δύο συναισθήματα, δύο κρίσεις-αποφάσεις, ενώ χάνουμε ο ένας τον άλλο, μέσα σε ένα ψυχολογικό χάος». Τα αποτελέσματα είναι η έλλειψη της επικοινωνίας και οι ασύμπτωτες και αγεφύρωτες διαφορές. «Σαν να λέμε, εγώ είμαι 100% σωστός και εσύ είσαι 100% λάθος», θα πει ο Rogers.
Να γιατί επιλέχθηκε και εντάχθηκε η λέξη «γέφυρα», στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την νέα συμφωνία. Να γιατί επιλέχθηκε η υιοθέτηση του 65% ή 70% των μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου, δηλαδή των θέσεων του Άλλου. Στην πραγματικότητα το 65% ήταν ένα εντελώς αυθαίρετο ποσοστό, γιατί κανείς δεν ξέρει πραγματικά πάνω σε ποια βάση αναφερόταν. Στον αριθμό των μέτρων; Στον αριθμό των μεταρρυθμίσεων; Στο οικονομικό μέγεθος των μεταρρυθμίσεων; Στον οικονομικό αντίκτυπο των μεταρρυθμίσεων για τα φτωχότερα στρώματα;
Έτσι, χωρίς να δεσμεύει επί της ουσίας πουθενά, η ιδέα αυτή της «γέφυρας» κατάφερνε να διαχέει ένα «ροτζεριανό» συμβολικό μήνυμα στην άλλη πλευρά: Εμείς λέμε ότι κατά 70% έχετε δίκιο εσείς! Αυτή ήταν με δυό λόγια η Δημιουργική Ασάφεια του Γιάνη.
Και η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτές τις ιστορίες, όπως και σε πολλές καθημερινές ανάλογες, το πιο δύσκολο πρόβλημα για τους Άλλους (προφανώς και για μας) είναι να μας ακούσουν, πριν βάλουν το μυαλό τους να δράσει, με βάση τα πιστεύω τους. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι Άλλοι (προφανώς και εμείς), δεν είναι πρόθυμοι να ακούσουν, κυρίως εξ’ αιτίας ενός βαθύτερου φόβου ότι μπορούμε να τους αλλάξουμε τις απόψεις τους. Κάτι που βέβαια ούτε εμείς το θέλουμε! Γι’ αυτό συνήθως όταν «ακούμε», ακούμε όχι αυτό που λέει ο Άλλος, αλλά αυτό που περιμένουμε να ακούσουμε, ενώ τις περισσότερες φορές αξιοποιούμε το χρόνο της ομιλίας του άλλου, για να προετοιμάσουμε, μέσα μας, τη δική μας απάντηση. «Μην ακούς αυτό που νομίζεις ότι λέω!» θα μπορούσαμε να πούμε κάπως αφοριστικά.
Στην πραγματικότητα, όλοι έχουμε μεγαλώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρούμε ότι –κατά βάσιν- η δική μας άποψη, είναι και η μόνη έγκυρη. «Η μεγάλη πλειοψηφία από μας, υποστηρίζει ο Rogers, δεν μπορεί να ακούσει! Κι αυτό γιατί θα ήμασταν υποχρεωμένοι να θέσουμε τους εαυτούς μας σε μια διαδικασία αξιολόγησης, σε μια αξιολογική κρίση ή και επι-κριτική. Να γιατί η ακρόαση φαίνεται να είναι μια πολύ επικίνδυνη ιστορία, που απαιτεί πριν απ’ όλα κουράγιο, κάτι που είναι φυσικό να μην διαθέτουμε πάντα».
Ακόμη και το ντύσιμο του Γιάνη, που μοιάζει να αμφισβητεί τους καθιερωμένους κανόνες, θα μπορούσε, με έναν τρόπο, να συμβολίζει την άρνηση εγκλωβισμού στους συνηθισμένους κανόνες της επιχειρηματολογίας. Όπως θα γράψει, και πάλι, ο Guardian, «ο περισσότερος κόσμος πηγαίνει σε μια διαπραγμάτευση, προσπαθώντας να αντιγράψει το στυλ αυτού που θα συναντήσει. Όταν κάποιος δεν το κάνει δεν είναι τυχαίο. Ο Βαρουφάκης πρέπει να ήταν σίγουρος ότι ο Όσμπορν και οι υπόλοιποι θα ήταν ντυμένοι με κοστούμι». «Μοιάζει πιο χαλαρός, πιο αξιόπιστος, πιο προσιτός. Μοιάζει με φυσιολογικό άνθρωπο» θα σχολιάσουν άλλα μέσα. Βέβαια όλα αυτά θα λέγονται πριν ενορχηστρωθεί η συντονισμένη επίθεση των διεθνών και ντόπιων μέσων και μηχανισμών ενάντια ακριβώς σ’ αυτή τη διαπραγματευτική καινοτομία του Βαρουφάκη. Κάπως έτσι «ο χαλαρός, αξιόπιστος και προσιτός τύπος που μοιάζει με φυσιολογικό άνθρωπο» θα γίνει πολύ σύντομα «ο ναρκισσιστής, αγενής, μπήξε δείξε, με το σηκωμένο δάχτυλο».
Η «Βαρουφάκεια» επιχειρηματολογία ήθελε να είναι συλλογική και φιλική. Να σέβεται τις απόψεις των άλλων, να επιτρέπει πολλαπλές αλήθειες και να επιδιώκει να πετύχει κάποιο βαθμό σύμφωνης γνώμης, αντί να πείσει απόλυτα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η συμβιβαστική λύση δεν θα είναι πάντα εφικτή, αυτή η εκδοχή θα μπορούσε να επιτρέψει στις αντιτιθέμενες πλευρές να βρούν κοινό έδαφος και να εκτονώσουν τελικά τη σύγκρουση.
Η «Βαρουφάκεια» επιχειρηματολογία, όπως προφανώς και η Ροτζεριανή, δεν είναι όμως μια επιχειρηματολογία αναμέτρησης. «Δεν τίθεται θέμα μονομαχίας. Δεν θα υπάρξουν απειλές. Δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος. Δεν υπάρχει αφήγημα φαρ ουέστ» τόνιζε ο νέος υπουργός, κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής στο υπουργείο οικονομικών. «Οσοι περιμένουν μια σύγκρουση με την Ευρώπη θα διαψευστούν» είχε πει.
Και όπως ο Rogers στήριξε αυτή την αντίληψη του για τις διαπραγματεύσεις στην Προσωποκεντρική Θεραπευτική Προσέγγιση, ο Βαρουφάκης δεν σταμάτησε να μιλάει για την «ανάγκη μιας Θεραπευτικής Συμφωνίας!»
Το άρθρο μας εκείνο τελείωνε με μια αίρεση, μιαν αμφιβολία.
Μιαν αμφιβολία που πήγαζε από το γεγονός ότι στην σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται ως παράδειγμα αστοχίας της προσέγγισης αυτής, η δραματική «ευκαιρία» εφαρμογής, που υπήρξε στην περίοδο της Αμερικανο-ιρακινής κρίσης του 2003. Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης του στο CBS, λίγο πριν ο Μπούς διατάξει την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, ο Σαντάμ Χουσείν ρώτησε τι θα μπορούσε να κάνει η Ιρακινή κυβέρνηση για να αποτρέψει μια επικείμενη καταστροφή της χώρας του.
Ο Σαντάμ φαινόταν πολύ σοβαρός και η κατάσταση ήταν ολοφάνερα πολύ τεταμένη, καθώς έκανε την πρόταση, και πολύ λογικά, να συμμετάσχει με τον Μπους σε μια δημόσια συζήτηση, με συντονιστή κάποιον ουδέτερο-τρίτο. «Θα επιτρέψουμε στον Πρόεδρο Τζώρτζ Μπους να παρουσιάσει τις θέσεις του, δήλωσε ο Σαντάμ και στη συνέχεια, θα ήθελα να παρουσιάσω και τις δικές μου. Οι δυο πλευρές θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, καθώς επίσης και οι πολίτες του Ιράκ, των Η.Π.Α. αλλά και του υπόλοιπου κόσμου».
Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, πανευτυχής, ότι η κοινή λογική δεν είναι, τελικά, κάτι τόσο ασυνήθιστο. Όμως ο Λευκός Οίκος, προφανώς, δεν είχε ακούσει για την Ροτζεριανή επιχειρηματολογία, (...ούτε ο Γιάνης ήταν ακόμη στα πράγματα), φαίνεται μάλιστα πως και ο Τζώρτζ Μπούς Τζούνιορ ήταν αρκετά ανόητος και ίσως «χρήσιμα» παράλογος, οπότε και απέρριψε αμέσως την προσφορά του Σαντάμ, σαν «ένα ακόμη τέχνασμα». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία με τις φρικτές της συνέπειες να εξακολουθούν να εξελίσσονται ακόμη και ως σήμερα.
Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, ύστερα από την εμπειρία της διαπραγμάτευσης μέχρι σήμερα, είναι αν η Μέρκελ, ο Σόϊμπλε και τ’ άλλα παιδιά, είναι ευφυέστεροι και ορθολογικότεροι του Μπους του Μικρού; Διότι είναι φανερό ότι η άλλη πλευρά, όσο και αν θέλουμε να την ακούσουμε, επιμένει να σκέφτεται και να δρα συγκρουσιακά. Σε αντίθεση μάλιστα με τον αμερικανικό παράγοντα που δείχνει να έχει πάρει το μάθημα του.
Νομίζω ότι πρέπει να το παραδεχτώ και προσωπικά. Η άλλη πλευρά «δεν μάσησε» στην Βαρουφάκεια προσέγγιση. Πιθανόν να μπορούσε, αλλά «δεν». Και πρέπει να πούμε ότι σίγουρα δεν είναι ευθύνη του Βαρουφάκη αυτό. Η προσέγγιση αυτή απαιτεί, προυποθέτει, δύο κατά βάσιν λογικά μέρη. Για την ακρίβεια, η Βαρουφάκεια διαπραγμάτευση, προϋποθέτει... διαπραγμάτευση.
Ενώ εδώ το μήνυμα της άλλης πλευράς είναι ξεκάθαρο και αδιαπραγμάτευτο: ή υποχωρείτε ή σας καταστρέφουμε. Το γνωστό Μήλιο δίλημμα, για τους λάτρεις του Θουκυδίδη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχει δίλημμα και ως εκ τούτου, με μια έννοια, δεν υπάρχει και δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Υποχωρήσετε, δεν υποχωρήσετε, εμείς έχουμε αποφασίσει να σας καταστρέψουμε διότι χαλάτε, ή μάλλον, προκειμένου να μην χαλάσετε την ευρωπαϊκή, πειθήνια και υποτακτική στην Γερμανία, «πιάτσα». Απλά πράγματα.
Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι μπορεί να πυροβολήσουν τα ίδια τα πόδια τους, αφού πέρα από τις θεωρητικές κατασκευές περί προετοιμασίας των Γερμανών και λοιπών σε περίπτωση Grexit, η αλήθεια για κάθε νουνεχή ηγεμόνα, όπως δείχνουν να είναι εν προκειμένω οι Αμερικανοί, είναι ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τόσο πολυπαραγοντικό, χαοτικό και «φουσκομπαλωνάτο» που και μια καρφίτσα μπορεί να κάνει τεράστια και ανεπανόρθωτη ζημιά. Δεν χρειάζεσαι κομπρεσσέρ για να τρυπήσεις ένα φουσκωμένο μπαλόνι.
Αλλά ας επιχειρηματολογήσουμε λίγο περισσότερο στο γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Πώς απαντήθηκε η Βαρουφάκεια προσέγγιση;
Με καταιγιστικά προσωπικά πυρά –και κάτω από τη ζώνη- σε βάρος του διαπραγματευτή σε μια προσπάθεια να ακυρωθεί ο ίδιος.
Με περίπου ή και όχι περίπου ύβρεις διαφόρων, κατά τα λοιπά ευγενών και εκλεπτυσμένων, δυτικών αστών, σε βάρος της χώρας και της εκλεγμένης δημοκρατικά Κυβέρνησης.
Με την απόλυτη άρνηση προς την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει το προεκλογικό της πρόγραμμα.
Με την επιδεικτική και προκλητική αδιαφορία ή πλήρη άρνηση σε οτιδήποτε και αν πρότεινε η ελληνική πλευρά. Ακόμη και η δημιουργικώς ασαφής συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, υπογράφτηκε μόνο και μόνο στην προσδοκία ότι η ταμειακή ρευστότητα θα αποτελέσει θηλιά στο λαιμό της χώρας και -με την βοήθεια και της πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό- η κυβέρνηση θα καταρρεύσει.
Απορρίφθηκε ακόμη, χωρίς κανέναν μάλιστα έπαινο, η πρόταση για ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη χρέους, που θα αφορούσε το πράγματι υπαρκτό και τεράστιο πρόβλημα σε μια σειρά από υπερχρεωμένες χώρες της νομισματικής ένωσης.
Απορρίφθηκε η συσχέτιση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, που ήταν μάλιστα και πρόταση των Γερμανών συμβούλων της Μέρκελ (DIW).
Απορρίφθηκε μια ενδιάμεση χρηματοδοτική δυνατότητα με την αύξηση του πλαφόν έκδοσης εντόκων γραμματίων.
Απορρίφθηκε η καθόλα νόμιμη απόδοση στην ελληνική πλευρά μέρους των κερδών από την –άθλια- κερδοσκοπική εξαγορά των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ύψους 2,5 δις.
Απορρίφθηκε η πρόταση για την αξιοποίηση μέρους των 11,4 δις ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για την αντιμετώπιση του προβλήματος με τα κόκκινα δάνεια στις ελληνικές τράπεζες. Ποσό το οποίο μάλιστα και επιστράφηκε «τσαμπουκά» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας(EFSF).
Στο αναμεταξύ, ήδη από 11/2 η ΕΚΤ δεν δέχεται ελληνικά ομόλογα ως collaterals, βάζοντας φρένο στην πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη φτηνή ρευστότητα, την ίδια στιγμή που συντονισμένα περί τα 25 δις ευρώ εγκαταλείπουν στο πρώτο δίμηνο του χρόνου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, βάζοντας ρότα για τις φιλόξενες Γερμανικές τράπεζες ή τα στρώματα από κοκοφοίνικα των νεοελλήνων.
Απορρίφθηκε, ακόμη, από αυτόν τον ανεκδιήγητο τύπο που ακούει στο όνομα Κοστέλο, (Άμποτ Κοστέλο;) ακόμη και η κατάθεση του νομοσχεδίου για την ανθρωπιστική κρίση, ακόμη και με αυτές τις πενιχρές, κουτσουρεμένες του προβλέψεις.
Απορρίφθηκε, η κατάργηση της κινεζοποίησης των Ελλήνων εργαζομένων με τις παράνομες μαζικές απολύσεις, αλλά και το σύνολο του προγράμματος της Θες/νίκης οδηγώντας την κυβέρνηση σε σημαντικό περιορισμό της πολιτικής ισχύος, του πολιτικού κεφαλαίου, που είχε κατακτήσει στην ελληνική κοινωνία αμέσως μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού.
Απορρίφθηκε τέλος(;), η όποια μεταρρυθμιστική πρόταση θα μπορούσε να υποβάλλει η ελληνική πλευρά, ώστε χρειάστηκε η επικουρία μιας συμφωνίας με τον ΟΟΣΑ, μήπως και καταστεί εφικτό να ακουστεί μια ελληνική πρόταση, αν φέρει και την καπιταλιστική σφραγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού. Σαν πιτσιρικάδες που επικαλούνται τον μεγαλύτερο αδελφό της μαμάς τους μπας και γίνουν πιστευτοί. Μέχρι δε και ο «περίπου αυτιστικός» υπουργός οικονομικών της Κύπρου επιστρατεύτηκε για να καταδειχθεί ότι «η ελληνική κυβέρνηση, είναι περίπου ένα κακομαθημένο παιδί που δεν ξέρει τι θέλει». Για να μην μιλήσουμε για την απίστευτη κιτρινίλα του γερμανικού τύπου που παριστάνει τον ευρωπαϊκό. Από την μονταζιέρα με το δάχτυλο του Γιάνη μέχρι τα 800 δις ευρω των Ελλήνων σε ελβετικούς λογαριασμούς της «έγκυρης» Welt am Sonntag που τελικά ήταν μόνο 800 εκ. ευρώ, κατά δήλωση της ίδιας εφημερίδας, που ήταν όμως η μόνη που έκανε και τη σχετική διόρθωση.
Νομίζω ότι εκείνο που δεν συνειδητοποιήσαμε είναι ότι διαπραγμάτευση δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει, απλούστατα γιατί το διακύβευμα της άλλης πλευράς είναι αδιαπραγμάτευτο. Πρόκειται για την ίδια την ύπαρξη της. Πρόκειται για θεμελιώδες ασυμβίβαστο! Πρόκειται για sine qua non, που λένε και...στην Κρήτη.
Γιατί η επιτυχία μιας αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα, κόντρα στις προσταγές των ευρωπαϊκών ελίτ, θα σηματοδοτεί αναγκαστικά το τέλος τους. Και αυτό δεν θα το αφήσουν να συμβεί ποτέ. Απλούστατα, γιατί κανείς απ’ αυτούς, τους καλοζωϊσμένους και ευγενείς τύπους, δεν έχει λόγο να αυτοκτονήσει. Θα προτιμήσουν να χάσουν ακόμη και τα δισεκατομμύρια των δανείων τους, αρκεί να συνεχίσουν να υπάρχουν για να καρπώνονται τα υπόλοιπα. Είναι γι’ αυτούς ζήτημα ζωής και θανάτου, γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι το «ελληνικό προηγούμενο» θα πυροδοτούσε εκκωφαντικά τις αντίστοιχες τάσεις στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία για να μην μιλήσουμε για τους γίγαντες ασθενείς. Έτσι κι αλλιώς οι ίδιοι προεξοφλούν ότι η ιστορία τους τελειώνει κάπου στο 2017 με την αναμενόμενη άνοδο της ακροδεξιάς κυρίας Λεπέν στη Γαλλία. Αλλά αυτοί είναι δικά τους παιδιά. Μια «άκρη» θα τη βρουν. Το αίμα νερό δεν γίνεται. Εκτός και αν ακόμη και αυτό, δηλαδή η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία και η ως εκ τούτου αποχώρηση της Γαλλίας από την ευρωζώνη και η διάλυση της είναι προγραμματισμένο γεγονός απ’ αυτά που και οι «πσεκασμένοι» συνωμοσιολόγοι αδυνατούν να πιστέψουν, αλλά καμιά φορά βγαίνουν αληθινά.
Μέσα από αυτό πρίσμα, ακόμη και αν θα υπάρξει κάποιας μορφής συμφωνία μέχρι τη Δευτέρα, αυτή ή θα οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση στην πλήρη υποταγή, πράγμα μάλλον αδύνατο γιατί ούτε η ελληνική κυβέρνηση έχει κάποια λόγο να αυτοκτονήσει ή θα ναρκοθετηθεί πάλι δεόντως ώστε αργά ή γρήγορα να συμβεί το «ατύχημα». «Ατύχημα» το οποίο ως «ατύχημα», θα διασκεδάσει και κάπως τις εύλογες αμερικανικές ενστάσεις και αντιρρήσεις. Ή θα οδηγήσει με την πάροδο μερικών μηνών λαϊκής δυσφορίας στην πλήρη εξουθένωση του πολιτικού κεφαλαίου της συγκυβέρνησης, στην πτώση της και στη διαμόρφωση νέων ποταμίσιων ισορροπιών πάνω στην εκσυγχρονιστική γέφυρα του πολυπόθητου ευρώ.
Στο δια ταύτα; Μια λέξη ή μάλλον τέσσερις. Την αλήθεια στον Λαό...
Τώρα...Προετοιμασία. Έξι λέξεις...Όσα και τα γράμματα του ΣΥΡΙΖΑ, όσα και για την Άνοιξη, που αρχίζει με Αν και δεν μπορεί να τελειώνει με ήτ(τ)α...
Υ.Γ. «Ο Γερμανός δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, παρά μόνον τον εκφοβισμό – δεν δείχνει καμία γενναιοδωρία ή ενδοιασμό στις διαπραγματεύσεις, δεν υπάρχει πλεονέκτημα που δεν θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί, κανένα σημείο στο οποίο δεν θα ξέπεφτε χάριν του κέρδους, ενώ είναι άνευ τιμής, υπερηφάνειας ή οίκτου. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει ποτέ να διαπραγματεύεσαι με έναν Γερμανό ή να συμφιλιώνεσαι μαζί του – πρέπει να του υπαγορεύεις αυτά που θέλεις. Υπό οποιουσδήποτε άλλους όρους, δεν σε σέβεται ή δεν θα τον εμποδίσεις από το να σε εξαπατήσει.»
Τζων Μέυναρντ Κέυνς «Οι οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης»
Το άρθρο στολίζει το έργο του Μαξ Έρνστ «Οι Βάρβαροι»
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Πηγη: thepressproject.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου