Αν υπάρχει ένα γεγονός στη σύγχρονη ελληνική ιστορία που έχει
συζητηθεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αυτό είναι η Συμφωνία της
Βάρκιζας. Αν υπάρχει ένα ιστορικό γεγονός που, εδώ και 70 χρόνια, για
την Αριστερά και το ΚΚΕ για κάθε αριστερό και κομμουνιστή θεωρείται το
αποκορύφωμα του απαράδεκτου και επαίσχυντου συμβιβασμού, της άνευ όρων
παράδοσης στον αντίπαλο, ενίοτε και της προδοσίας, αυτό το γεγονός είναι
η Συμφωνία της Βάρκιζας, βάσει της οποίας τερματίστηκε και τυπικά η
ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη του ‘44 ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα βρετανικά
στρατεύματα.
Η συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε πανηγυρικά στην Αθήνα, στη μεγάλη
αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών, παρουσία Ελλήνων και ξένων
δημοσιογράφων. Ονομάστηκε, όμως, «Συμφωνία της Βάρκιζας» καθώς, για την
επίτευξή της, είχε προηγηθεί διάσκεψη μεταξύ αντιπροσωπειών του ΕΑΜ και
της κυβέρνησης Πλαστήρα -υπό την υψηλή επιτήρηση και τον έλεγχο των
Εγγλέζων- στη βίλα Κανελλοπούλου που βρισκόταν δύο χιλιόμετρα από την
παραλία της Βάρκιζας και λίγο πιο έξω από το χωριό Βάρη.
Η Διάσκεψη της Βάρκιζας άρχισε τις εργασίες της την Παρασκευή 2
Φεβρουαρίου του 1945, και τελείωσε στις 12 του μηνός, ημέρα Δευτέρα με
την υπογραφή της ομώνυμης συμφωνίας. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του
ΕΑΜ ήταν ο Γραμματέας του ΚΚΕ Γ. Σιάντος ενώ συμμετείχαν οι: Μ.
Παρτσαλίδης, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε. του κόμματος και
γραμματέας του ΕΑΜ, και Ηλίας Τσιριμώκος, γραμματέας του κόμματος ΕΛΔ
και μέλος της Κ.Ε. του ΕΑΜ. Στρατιωτικός σύμβουλος της αντιπροσωπείας
ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ Στ. Σαράφης.
Στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των Αθηνών επικεφαλής ήταν ο
υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος -που ορίστηκε και πρόεδρος της
Διάσκεψης- ενώ συμμετείχαν επίσης ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης
(ανήκε στο δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και ο υπουργός Γεωργίας Ι. Μαρκόπουλος.
Στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ήταν ο στρατηγός
Παυσανίας Κατσώτας. Τέλος, παρατηρητής εκ μέρους του
αρχιεπισκόπου-αντιβασιλέα Δαμασκηνού ήταν ο διευθυντής του πολιτικού του
γραφείου Ι. Γεωργάκης, μετέπειτα καθηγητής της Παντείου και στενός
συνεργάτης του Ωνάση.
Τα βασικά σημεία
Στη φιλοσοφία της η συμφωνία, από την αρχή ώς το τέλος, ήταν εντελώς
αρνητική για το ΕΑΜικο κίνημα. Χαρακτήριζε τη δράση του, τον Δεκέμβρη
του ’44, ως πολιτικό αδίκημα. Και αυτό μ’ έναν εντελώς ιδιαίτερο, ασαφή
και μεθερμηνευόμενο τρόπο.
Στα άλλα, βασικά της, σημεία προέβλεπε: Μονομερή αποστράτευση
(διάλυση) του ΕΛΑΣ και κάθε ένοπλου σώματος του ΕΑΜικού κινήματος και
συγκρότηση εθνικού στρατού μέσα από κανονική στρατολογία. Εκκαθάριση του
κρατικού μηχανισμού από δωσίλογους και φασιστικά στοιχεία. Διενέργεια
δημοψηφίσματος και στη συνέχεια εκλογών μέσα στο 1945.
Για το πολιτικό αδίκημα που προαναφέραμε, στην τελική συμφωνία ο όρος
«γενική αμνηστία» απουσίαζε εντελώς παρά το γεγονός ότι η ΕΑΜική
αντιπροσωπεία είχε εντολή από τα όργανα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ να μην
υπογράψει καμία συμφωνία, στην οποία δεν θα κατοχυρωνόταν η γενική
αμνηστία. Το άρθρο 3 της συμφωνίας προέβλεπε ότι αμνηστεύονται μόνο «τα
πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της
υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά
αδικήματα, κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν
απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος» (1).
Αυτή η διατύπωση, στην πραγματικότητα, ως πολιτικό αδίκημα
παραδεχόταν μόνο τις πολιτικές αποφάσεις των οργάνων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ
στο πλαίσιο των Δεκεμβριανών και έδινε αμνηστία μόνο σ’ εκείνους που
έλαβαν τις εν λόγω αποφάσεις. Για τους απλούς αγωνιστές που συμμετείχαν
στις ένοπλες συγκρούσεις του Δεκέμβρη ήταν μια διατύπωση-θάνατος.
Αγριο κυνηγητό
Οποιαδήποτε ενέργειά τους μπορούσε να χαρακτηριστεί μη «αναγκαία δια
την επιτυχία του πολιτικού αδικήματος». Αρα μπορούσε να θεωρηθεί έγκλημα
του κοινού ποινικού δικαίου μη καλυπτόμενο από την αμνηστία και συνεπώς
ποινικά διωκόμενο. Αυτό ακριβώς έγινε. Το μεταβαρκιζιανό καθεστώς
αξιοποίησε το άρθρο 3 της Συμφωνίας της Βάρκιζας με τον τρόπο που
προαναφέραμε για να εξαπολύσει εναντίον του συνόλου απλών αγωνιστών ένα
άγριο κυνηγητό, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως Λευκή Τρομοκρατία ή ως
μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος.
Εχει επίσης σημασία να σημειωθεί ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας έλαβε
ειδική νομική μορφή στο μεταβαρκιζιανό καθεστώς. Συγκεκριμένα,
κατοχυρώθηκε νομικά με τη Συντακτική Πράξη 23 (23 Μαρτίου 1945- ΦΕΚ 68).
Δηλαδή με ένα νομοθέτημα που κινούνταν έξω από την καθιερωμένη
νομιμότητα και βασιζόταν στην ισχύ επιβολής που διέθετε η τότε εξουσία.
Κι αυτή η ισχύς επιβολής, τότε, δεν ήταν άλλη από τη δύναμη των
βρετανικών όπλων.
Στους νομικούς κύκλους είναι γνωστό ότι οι Συντακτικές Πράξεις είναι
νομοθετήματα που συναντώνται σε ιδιαίτερες και ανώμαλες καταστάσεις
(επαναστατικές, δικτατορικές, κατοχικές κ.λπ.). Τέτοια νομοθετήματα δεν
μπορούν να αναιρεθούν αν δεν υπάρχει η δυνατότητα αναίρεσης ολόκληρου
του συστήματος εξουσίας που τα επιβάλει. Γι’ αυτό και ο Ν. Ζαχαριάδης
είχε γράψει πολύ αργότερα: «Για τη Βάρκιζα: η συμφωνία της ήταν κρατική
πράξη. Εγώ δεν μπορούσα να τη διαγράψω με μια μονοκοντυλιά δίχως να
προκαλέσω χάος και ανεπανόρθωτο, τότε, χτύπημα του κινήματος».
Μπορούσε να αποφευχθεί;
Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς από πολλούς -και από το ΚΚΕ αρχικά- η
Συμφωνία της Βάρκιζας έχει χαρακτηριστεί ως ένας αναγκαστικός
συμβιβασμός, η αλήθεια είναι πως επρόκειτο για έναν συμβιβασμό εντελώς
απαράδεκτο, για μια συνθηκολόγηση άνευ όρων, από την πλευρά του ΕΑΜ και
του ΚΚΕ. Ούτε ο συσχετισμός δυνάμεων ούτε η έκβαση των Δεκεμβριανών
επέβαλαν τότε αυτή την εξέλιξη, δεδομένου ότι ο κύριος όγκος των
δυνάμεων του ΕΛΑΣ ήταν ανέπαφος κι ετοιμοπόλεμος.
Η εφημερίδα «Ελευθερία» είχε δημοσιεύσει στις 16/1/1945 έναν χάρτη
που έδειχνε ότι ο ΕΛΑΣ κατείχε -μετά τον Δεκέμβρη- τα τρία τέταρτα της
επικράτειας της χώρας, δηλαδή 27 περιοχές επί συνόλου 31. Οι Εγγλέζοι
επιτελείς συμβούλευαν τον Τσόρτσιλ να βρεθεί πολιτική λύση γιατί ο
πόλεμος εναντίον του ΕΛΑΣ έξω από την Αττική δεν μπορούσε να οδηγήσει σε
συνθηκολόγηση του ΕΑΜικού κινήματος (2).
Ο στρατηγός Σαράφης έχει γράψει πως «ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες… να
κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των Αγγλων και των κυβερνητικών
Ελλήνων» και προσθέτει: «Στις αρχές του Φλεβάρη ο ΕΛΑΣ ήταν έτοιμος ν’
αντιμετωπίσει οποιαδήποτε νέα επίθεση» (3). Ο κορυφαίος
επιτελικός του ΕΛΑΣ Θ. Μακρίδης, όταν ρωτήθηκε από τον Ιωαννίδη πόσο
χρόνο μπορούσε ο ΕΛΑΣ, με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του να μάχεται
κατά των Εγγλέζων, υποστηρίζει ότι απάντησε (4): «Δύο χρόνια και με μεγάλη επιτυχία. Το εγγυώμαι με το κεφάλι μου. Αρκεί να μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια».
Λέγεται ότι ο Κλεμανσό είχε πει κάποτε: «ο Πόλεμος είναι πολύ
σπουδαία υπόθεση για να την εμπιστευτούμε στους στρατιωτικούς». Οποτε,
όμως, στον πόλεμο δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη η γνώμη των στρατιωτικών τα
αποτελέσματα υπήρξαν τραγικά. Η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι μια
τρανταχτή και ταυτόχρονα τραγική απόδειξη.-
- Βλέπε ολόκληρη τη συμφωνία: «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Εʹ σελ. 411-416
- Ουιν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος- Απομνημονεύματα», εκδόσεις: Ελληνική Μορφωτική Εστία, μετάφραση Α. Σαμαράκη, τόμος ΣΤʹ, σελ. 336
- Στ. Σαράφη: «Ο ΕΛΑΣ», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 559-560
- Βλέπε Εκθεση Μακρίδη στο: «Γρ. Φαράκου: Ο ΕΛΑΣ και η Εξουσία», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, τόμος Βʹ σελ. 24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου