Το ζήτημα των συμμαχιών
και των συνεργασιών του ΣΥΡΙΖΑ έχει
απασχολήσει το κόμμα μας εδώ και πολύ καιρό. Με δεδομένο το αρνητικό γεγονός
ότι οι λοιπές δυνάμεις της Αριστεράς έχουν μέχρις στιγμής τοποθετηθεί
απορριπτικά για το ζήτημα ενός ενιαίου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, το
οποίο θα μπορούσε να προσλάβει την μορφή μιας εκλογικής ή και μετεκλογικής
πολιτικής συνεργασίας, τα περιθώρια για εκλογικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν
περιοριστεί σχεδόν εξαντλητικά. Η τελευταία «αναλαμπή» μιας τέτοιας δυνατότητας
εκλογικής συνεργασίας παίχτηκε πρόσφατα με την περίπτωση της ΔΗΜΑΡ και
δεν προχώρησε. Αυτή η συνεργασία, αν προχωρούσε, θα είχε πολύ αρνητικές
συνέπειες για τον ΣΥΡΙΖΑ. Για πολλούς λόγους : κατά πρώτον δεν μπορούμε να
ξεχάσουμε ότι η ΔΗΜΑΡ συγκροτήθηκε το 2010 ως διάσπαση
του Συνασπισμού με βασική αιτιολογία ότι η τάση συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ
σε κόμμα και η εξέλιξη από τον Συνασπισμό προς τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν καταστροφική για
την ανανεωτική Αριστερά και οδηγούσε σε νεοκομμουνιστικές και αριστερίστικες πολιτικές
επιλογές. Θεωρούσε δηλαδή την ίδια την ύπαρξη και σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως
καταστροφική επιλογή. Μπορεί να χρειάζεται πολιτικά και πολιτισμικά μια έντονη
διαφοροποίηση από την τακτική του ΚΚΕ να μην συζητά ποτέ και
με κανέναν που έχει κάποτε αποχωρήσει από τις γραμμές του, αυτό όμως δεν
σημαίνει ότι θα πάθουμε και συλλογική αμνησία.
Κατά δεύτερον, η ΔΗΜΑΡ
– όπως έχω επισημάνει και σε παλαιότερο άρθρο μου («Αυτό το πλάσμα που
λέγεται ΔΗΜΑΡ» – Ιούνιος 2013, www.rednotebook.gr
)- υπηρέτησε ως συγκυβερνητικό κόμμα την μνημονιακή πολιτική
ως τον Ιούνιο του 2013, ψήφισε και προώθησε ως κυβερνητικό κόμμα
πλήθος μνημονιακών και αντεργατικών νόμων και ιδίως δια του Υπουργού
Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Μανιτάκη υπηρέτησε τον σκοπό της
διάλυσης του δημόσιου τομέα, των μαζικών διαθεσιμοτήτων και απολύσεων των
δημοσίων υπαλλήλων και εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Ήταν η εποχή που η κ.
Ρεπούση έλεγε στην Βουλή ότι δεν είχε δάκρυα για τους εκπαιδευτικούς και τους δημοσίους
υπαλλήλους. Ήταν η εποχή όπου η ΔΗΜΑΡ χαρακτήριζε ως «λαϊκισμό»
-κατ’ αντιγραφή του σημιτικού εκσυγχρονιστικού λόγου- κάθε δίκαιη
συνδικαλιστική και κοινωνική διεκδίκηση κατά των μνημονιακών πολιτικών και που
οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονταν από τα στελέχη της ως επικίνδυνες για την
πορεία της χώρας και ως ανεύθυνες. Τώρα λοιπόν, που η κοινωνία φαίνεται να έχει
καταδικάσει το κόμμα αυτό στην ανυπαρξία, θυμήθηκαν επιτέλους να ζητήσουν συνεργασία
με τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με όρους προγραμματικής συμφωνίας και
συμμετοχής τους στο ψηφοδέλτιο επικρατείας.
Όμως, το ζήτημα των
μνημονιακών προσώπων και επιμέρους ατύπων συλλογικοτήτων ως πιθανών υποψηφίων
του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει λήξει όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, παρά το διαζύγιο
ΔΗΜΑΡ-ΣΥΡΙΖΑ. Τίθεται ζήτημα συμμετοχής στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ είτε
βουλευτών που αποσπάσθηκαν μετά το 2012 από το ΠΑΣΟΚ είτε
άλλων προσωπικοτήτων, οι οποίες όψιμα ανεξαρτητοποιήθηκαν και είδαν το «φως το
αληθινό» όσον αφορά την αριστερή και προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας. Κατ’
αρχήν, καθώς διάγουμε εορτάσιμες ημέρες, ας πούμε και έναν καλό λόγο. Είναι
εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι κάποιοι βουλευτές είτε της ΔΗΜΑΡ είτε του
ανεξάρτητου πασοκογενούς χώρου δεν ψήφισαν την μνημονική
υποψηφιότητα του κ. Δήμα και συνέβαλαν στο να πάει η χώρα σε εκλογές
και να ανοίξει μια ριζοσπαστική προοπτική για τους εργαζόμενους και
την χώρα.
Αυτή η επιλογή τους
συμβάλλει από μόνη της στην εν μέρει «εξιλέωσή» τους ιστορικά
για όσα αρνητικά, στα οποία συνέβαλαν και τους παρέχει ένα σημαντικό ιστορικό
ελαφρυντικό απέναντι στο Δικαστήριο της Ιστορίας, όπως θα έλεγε και ο Έγελος.
Αυτή η κατάσταση δεν συνεπάγεται , όμως, την ανταμοιβή
τους, όσον αφορά την διεκδίκηση βουλευτικών θέσεων μέσω του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια τέτοια επιλογή θα σήμαινε ότι ανακυκλώνουμε φθαρμένα πολιτικά πρόσωπα και
μάλιστα άμεσα μετά την « βουλευτική περίοδο» της φθοράς τους, ότι προσβάλλουμε
την συλλογική μνήμη του λαού και της κοινωνίας και ότι
δεχόμαστε την μεταμοντέρνα ηθική του “anything goes”. Μπροστά σε μια κατάσταση
όπου η κοινωνία ζητά μια σαφή διαχωριστική γραμμή με το φθαρμένο αστικό
πολιτικό σύστημα και τα μέλη του, εμείς θα κινδυνεύαμε μέσω τέτοιων επιλογών
για τα ψηφοδέλτιά μας να θεωρηθούμε μέρος του πολιτικού προβλήματος της χώρας
και όχι βασικός άξονας της πολιτικής λύσης του. Όμως, η ηθικοποίηση της
πολιτικής, που ζητά μια παράδοση γύρω από το πρόσωπο του Γκράμσι,
είναι εξαιρετικής σημασίας μέσα στο βάθος μιας αξιακής και πολιτισμικής
κοινωνικής κρίσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
1. ΛΕΓΕΤΑΙ ΠΩΣ Ο ΛΕΝΙΝ…
Διατυπώνεται συχνά η
άποψη από κύκλους του κόμματός μας ότι η άρνηση συνεργασιών με πρώην βουλευτές
του ΠΑΣΟΚ ή με άλλες «μνημονιακές» και κεντροαριστερές προσωπικότητες
αντιβαίνει σε μια παράδοση συμμαχιών και αναγκαίων συμβιβασμών εντός της
Αριστεράς και, άρα, είναι μια σεχταριστική και απομονωτική
επιλογή, σαν και αυτές που κατακεραύνωνε ο Λένιν στο έργο του «Ο
Αριστερισμός Παιδική Αρρώστεια του Κομμουνισμού» το 1920. Αν αυτή η
άποψη είναι ορθή, θα πρέπει να διερευνήσουμε αν ο Ίλιτς είχε στο μυαλό του
συμμάχους και συνεργάτες σαν και αυτούς που έχουμε απέναντί μας σήμερα ως
ΣΥΡΙΖΑ και ως η κύρια δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Πέρα από το γεγονός ότι
στην ιστορία της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος έχουν υπάρξει όχι
μόνο «παιδικές ασθένειες» αλλά και « γεροντικές σκληρύνσεις», όπως η
γραφειοκρατικοποίηση, ο βαθύς οπορτουνισμός, η πολιτική ουράς απέναντι στα
«προοδευτικά» και κεντρώα αστικά κόμματα, η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις
κ.α. , ας ασχοληθούμε έστω για λίγο με αυτό που είχε ο Λένιν υπ’όψιν του το 1920.
Αντιμετώπιζε μια συγκυρία όπου το επαναστατικό κύμα άρχιζε να υποχωρεί και όπου
τα Κ.Κ., ιδίως εκεί όπου ήταν σχετικά αδύναμα, έπρεπε να μετάσχουν στα
κοινοβούλια και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Το ζήτημα που ετίθετο δεν ήταν
η συνεργασία με κεντρώους πολιτικούς ή έστω με δεξιούς
σοσιαλδημοκράτες αλλά κυρίως η συμμετοχή στον μαζικό και εν μέρει νόμιμο
πολιτικό αγώνα (κοινοβούλιο, εκλογές, συνδικάτα) με σκοπό πάντοτε την
συγκέντρωση δυνάμεων για την επαναστατική ρήξη.
Η τάση με την οποία
αντιπαρατέθηκε o Ίλιτς εντός του κομμουνιστικού κινήματος ήταν αυτή των
«αριστερών κομμουνιστών» , του Πάννεκοκ, του Γκόρτερ,
του Ρύλε, των Γκράμσι-Μπορντίγκα (ας
θυμηθούμε εδώ ότι ο Γκράμσι ξεκίνησε ως «υπεραριστερός κομμουνιστής» ), της
Σύλβια Πανκχερστ κ.α. , που πρέσβευαν την εκλογική αποχή και την προετοιμασία
της άμεσης επαναστατικής επίθεσης. Και εκεί όπου ουσιαστικά ο Λένιν μιλά για
συμμαχίες ενδοαριστερές , προετοιμάζοντας κατά κάποιο τρόπο την στρατηγική του Ενιαίου
Μετώπου του 1921-1922 , αναφέρεται κυρίως στις
«αριστερές τάσεις» της σοσιαλδημοκρατίας, εν πολλοίς σε αυθεντικούς
κομμουνιστές που δεν είχαν ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή,
θεωρώντας τους 21 όρους εισδοχής πολύ περιοριστικούς, όπως η τάση Σεράτι στην
Ιταλία, η τάση των αριστερών «Ανεξάρτητων» στην Γερμανία και άλλα συναφή
μορφώματα. Ουσιαστικά, πρόκειται για την παρακίνηση στρατηγικών
συνεργασιών με άλλα επαναστατικά μαρξιστικά ρεύματα εκτός των Κ.Κ. ή
και απολύτως τακτικά σε ορισμένα άμεσα θέματα και με την κυρίαρχη
σοσιαλδημοκρατία, η οποία, ας μην το ξεχνάμε, ακόμη τότε όμνυε στον μαρξισμό
και στην πορεία προς τον σοσιαλισμό.
Αλήθεια, πιστεύει
κανείς ότι αυτό το μοντέλο ανεκτών «συμβιβασμών» , και μάλιστα σε μια εποχή
όπου ήταν νωπό το αίτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης, από το
οποίο ο Λένιν δεν παρεξέκλινε στο παραπάνω βιβλίο του ούτε κατά ένα γιώτα, έχει
καμία σχέση με το ζήτημα της ενδεχόμενης συνεργασίας μας με πρώην μνημονιακούς
βουλευτές και άλλες μνημονιακές προσωπικότητες ; Αν , και μιλάμε πάντοτε στα
πλαίσια της επιστημονικής φαντασίας, μπορούσε ο Λένιν να φανταστεί κάτι τέτοιο
το 1920, το λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν να τον καταλάβει μια
κρίση οργής για την παραμόρφωση αυτήν των απόψεών του, στην οποία θα απαντούσε
πολεμικά και με την καυστική ειρωνεία που τον διέκρινε.
Αυτό που μας διδάσκει
το παραπάνω βιβλίο του Λένιν είναι η σκέψη ότι υπάρχουν ανεκτοί προσωρινοί
τακτικοί συμβιβασμοί (όπως λ.χ. ήταν η ΝΕΠ ή η συνθήκη
του Μπρεστ Λιτόβσκ ή η συμμετοχή τότε των επαναστατών στα αστικά
κοινοβούλια ) , οι οποίοι πρέπει να ευνοούν την επαναστατική
στρατηγική. Καθόλου, αυτή η σκέψη δεν αναφέρεται σε μόνιμους και στρατηγικούς
συμβιβασμούς, όπως αυτοί που πραγματοποίησε το ΚΚΕ στον Λίβανο,
την Καζέρτα και την Βάρκιζα, ή σε
συμβιβασμούς που θα μπορούσαμε εμείς να κάνουμε σήμερα, συμμαχώντας τώρα με
μνημονιακές δυνάμεις και αύριο εγκαταλείποντας την κατάργηση των μνημονίων και
την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Τέτοιοι συμβιβασμοί δεν
ενισχύουν τακτικά την Αριστερά, ενισχύουν στρατηγικά τον ταξικό μας αντίπαλο.
2. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ
«ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΤΗΤΑΣ» ;
Όμως, θα μου αντιταχθεί
ότι ως ΣΥΡΙΖΑ έχουμε ήδη αρκετά στελέχη και μάλιστα ηγετικά,
οι οποίοι αποχώρησαν από το ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 και μάλιστα
ορισμένοι έχουν ψηφίσει και τα αρχικά μνημόνια της πρώτης μνημονιακής
περιόδου. Θα έπρεπε και αυτούς να τους αποβάλουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ ως
έσχατη συνέπεια της παραπάνω λογικής και αν μείνουμε μόνοι μας ; Να
συρρικνώσουμε έτσι κάθε πιθανότητα εκλογικής νίκης, όταν μάλιστα διεκδικούμε
και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία πέρα από την νίκη ;
Aυτή η προσέγγιση, υπό
την μορφή ενός ρητορικού ερωτήματος, είναι λαθεμένη και αποπροσαντολιστική.
Η ιστορική διαχωριστική γραμμή, κατά την άποψή μου είναι αυτή που ξεκινά από το
κίνημα των πλατειών το 2011 και φτάνει στις διπλές εκλογές του 2012. Στην
περίοδο αυτήν απαξιώθηκε τελείως το ΠΑΣΟΚ και τελικά και η ΔΗΜΑΡ
ως δυνάμεις που παρά την έντονη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και τις
αποστοιχίσεις από το ΠΑΣΟΚ μεταξύ 2010-2012 παρέμειναν στην πρωτοπορία και στην
ακαμψία της στήριξης των μνημονιακών πολιτικών. Μπορούμε να συγχωρήσουμε σε
έναν άνθρωπο ή σε μια συλλογικότητα ένα στρατηγικό λάθος ή παραβίαση, αλλά η
εμμονή στην στρατηγική των «παραβιάσεων», και μάλιστα με συνέπεια την
μεγάλη απώλεια σε ανθρώπινες ζωές (όπως το ζήτημα των χιλιάδων αυτοκτονιών μέσα
στην κρίση), δεν αποτελεί πλέον «λάθος» αλλά επωφελή επιλογή και
μάλιστα στρατηγικής σημασίας. Προσωπικότητες και βουλευτές που ξεπέρασαν αυτό
το όριο και ξαναψήφισαν τα μνημόνια του 2012-2013 αλλά εξακολουθούν να
«συνωστίζονται» προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν σήμερα να γίνουν δεκτοί από εμάς
χωρίς σοβαρό πολιτικό κόστος και ιδίως «προς τα αριστερά μας».
Δεν πρέπει να αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι που θα μας ενισχύσουν και
θα μας ψηφίσουν στερούνται μνήμης και ότι τελικά όλα τα
πολιτικά τακτικά «βήματα» μπορούν να γίνουν ηθικά αποδεκτά.
Στον βαθμό λοιπόν που ο
Λένιν και γενικότερα η πολιτική μας παράδοση-με όλες τις
ετερομορφίες και πολυμορφίες της, από τον αριστερό σοσιαλδημοκρατικό χώρο ως
την αντικαπιταλιστική Αριστερά- είναι διαφορετική από αυτήν της «επωφελούς
συνάντησης» με τον κ. Βουδούρη ή την κ. Τζάκρη,
ας το πάρουμε απόφαση ότι πρέπει πια να συναντηθούμε και να μιλήσουμε όχι με
τους «βολικούς άλλους» αλλά με τον εαυτό μας και τις αντιφάσεις του. Όσο και αν
αυτό μας φαίνεται ακόμη δύσκολο, είναι μια αναγκαία φάση της ανάπτυξής μας..
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ*
*Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της Κ.Ε
του ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου