Στις τρεις περίπου δεκαετίες που κάνω αυτή τη δουλειά, δεν έχω δει
άλλη φορά εισαγγελική έρευνα που να αφορά τόσο σοβαρή υπόθεση όπως αυτή
της προσπάθειας χρηματισμού του βουλευτή Χαϊκάλη, που να τελειώνει τόσο
γρήγορα, τόσο πρόχειρα και χωρίς καμιά διερεύνηση ακόμη και των
πραγματικών περιστατικών. Επίσης δεν έχω δει τόσο μικρό εισαγγελικό
πόρισμα για τόσο μεγάλη υπόθεση που μερικές ώρες μετά τη συγγραφή του να
γίνεται φεϊγ βολάν στα Μέσα Ενημέρωσης.
Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Έχω εμπιστοσύνη στους
ανθρώπους της Δικαιοσύνης που κάνουν καλά τη δουλειά τους. Ο Εισαγγελέας
Παναγιωτόπουλος δεν την έκανε. Και θα μου επιτρέψει όπως αυτός διατηρεί
το δικαίωμα της “ελεύθερης κρίσης του Εισαγγελέα” την οποία
χρησιμοποιεί ως επιχείρημα ακόμη και για να βγάζει τέτοια εισαγγελικά
πορίσματα με τα οποία ανθυπομειδιούν και τα μάρμαρα του Εφετείου, να
διατηρώ και εγώ την ελεύθερη κρίση του δημοσιογράφου και την απλή λογική
που προσπαθώ όσο μπορώ να διαφυλάξω μέσα στην προσπάθεια αντιστροφή της
που γίνεται καθημερινά.
Η εισαγγελική έρευνα “μπάζει” και νομικά και σε ό,τι αφορά τα τεχνικά
της στοιχεία. Ο Εισαγγελέας, όπως γράψαμε από την πρώτη στιγμή πέταξε
στο καλάθι των αχρήστων το αποδεικτικό υλικό των βίντεο. Η μη αποδοχή
του υλικού ως νόμιμου, ήταν η βάση της απαλλαγής του Αποστολόπουλου και
έγινε με την επιφανειακή πρόταξη των νόμων και των αδικημάτων. Δηλαδή
στην εισαγγελική λογική, υπήρξε ένα αδίκημα και ένα αποδεικτικό υλικό
από παράνομη καταγραφή, άρα το συμπέρασμα είναι πως έπρεπε να
απορριφθεί.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ένα απλό αδίκημα, αλλά μια προσπάθεια να
πληγεί το δημόσιο συμφέρον, να παραχαραχθεί η λαϊκή βούληση όπως αυτή
εκφράζεται από τις εκλογές και να απειληθεί το Σύνταγμα. Είχαμε λοιπόν
όπως καλά γνωρίζει ο κύριος Εισαγγελέας, λόγους Δημοσίου συμφέροντος
τους οποίους δεν προέταξε για να κάνει αποδεκτό το υλικό. Συμπεριφέρθηκε
ως να επρόκειτο για ένα αδίκημα χωρίς δημόσια διάσταση και πολιτικές
προεκτάσεις.
Σαν να κατέγραφε ένας σύζυγος τη σύζυγο και το υλικό πήγε στον
Εισαγγελέα. Ο κύριος Παναγιωτόπουλος γνώριζε επίσης πως υπάρχει η
απόφαση 277/2014 του Αρείου Πάγου, η οποία σε αντίστοιχη περίπτωση
νομιμοποίησης τέτοιου υλικού, θεωρεί πολύ απλά πως όταν η καταγραφή δεν
αφορά προσωπικά θέματα αλλά τη δημόσια σφαίρα και τη λειτουργία των
προσώπων μέσα σε αυτή, το υλικό είναι νόμιμο.
Το δεύτερο νομικό φάουλ, όπως λένε συνάδελφοι του κυρίου
Παναγιωτόπουλου, είναι ότι κλείνει την υπόθεση και δεν ασκεί δίωξη,
παρότι υπάρχει παραδοχή του αδικήματος. Δηλαδή ενώ και ο Χαϊκάλης και ο
ίδιος ο Αποστολόπουλος παραδέχονται πως υπήρξε πρόταση χρηματισμού, ο
Εισαγγελέας δεν ασκεί δίωξη, αλλά κάνει την παραδοχή πως η προσπάθεια
αυτή του Αποστολόπουλου ήταν για καλό σκοπό. Για να δείξει δηλαδή στον
Καμμένο και την κοινωνία ότι ο Χαϊκάλης σκόπευε να ξεπουληθεί. Βέβαια ο
Αποστολόπουλος ούτε στον Καμμένο το είπε αυτό ούτε σε κάποιο Εισαγγελέα
αλλά ο κύριος Παναγιωτόπουλος το αποδέχεται ως αληθές. Δηλαδή είναι σαν
να λέμε πως κάποιος ο οποίος οδηγείται στον κύριο Παναγιωτόπουλο για
απόπειρα ανθρωποκτονίας για παράδειγμα, αν δηλώσει στον Εισαγγελέα πως
την απόπειρα την έκανε για να δείξει στο θύμα πως η ζωή είναι σκληρή,
για να τον εκπαιδεύσει στις δυσκολίες, τότε ο κύριος Παναγιωτόπουλος δεν
θα του ασκήσει δίωξη αλλά θα αποδεχθεί την καλή πρόθεση. Είναι μια
ενδιαφέρουσα νομική αντίληψη και πρωτότυπη.
Το πόρισμα του Εισαγγελέα για μια τόσο μεγάλη υπόθεση η οποία δεν
έπρεπε να αφήνει σκιές, είναι μόλις 6 σελίδες, μαζί με τα τυπικά. Και
είναι απολύτως φυσιολογικό αφού δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική εισαγγελική
έρευνα για να περιγραφεί σε αυτό.
Ο Εισαγγελέας δεν έκανε έρευνα των επικοινωνιών των δύο εμπλεκόμενων.
Είχε και νομικό δικαίωμα και υποχρέωση. Να θυμίσω πως ο Εισαγγελέας
Αρης Κορρέας, ξεκίνησε την παρακολούθηση των συνομιλιών για τα στημένα
του ποδοσφαίρου με ανώνυμη καταγγελία. Είναι προφανές πως για μια
υπόθεση που ακουμπά θέματα Δημοκρατίας με πολιτικές προεκτάσεις κανένας
δεν θα είχε αντίρρηση να “ανοίξουν” τα τηλέφωνα εκτός από τους ενόχους. Ο
εισαγγελέας δεν το έκανε. Αντιθέτως όπως αποφαίνεται εν είδει μαντείας
“πιθανολογείται σφόδρα ότι η μη προσέλευση του Αποστολόπουλου δεν είναι
διαρροή για τον απλούστατο λόγο ότι μέχρι τις 18:15 δεν γνώριζε κανείς
την ταυτότητα του ατόμου που θα εμφανιζόταν...δεν προσήλθε γιατί
ουδέποτε είχε αληθή πρόθεση”.
Γνωρίζει ο κύριος Παναγιωτόπουλος πως η εισαγγελική έρευνα σταματά
για να βγει συμπέρασμα, όταν υπάρχει στοιχείο και όχι μαντεία. Τέτοιο
στοιχείο δεν έχει αν και θα μπορούσε να έχει ζητώντας τις επικοινωνίες
του Αποστολόπουλου τις τελευταίες μέρες. Επίσης καταλαβαίνει
οποιοσδήποτε πως δεν ήταν ανάγκη να διαρρεύσει κάποιος ποιός ήταν ο
μεσάζοντας. Αρκούσε να διαρρεύσει πως ο Χαϊκάλης έχει κάνει καταγγελίες
για χρηματισμό και η αστυνομία είχε στήσει παγίδα για το άτομο. Αυτοί
που επιχειρούσαν να χρηματίσουν ήξεραν ποιόν είχαν ενδιάμεσο ώστε να τον
ειδοποιήσουν να μην πάει στο ραντεβού.
Ο Εισαγγελέας Παναγιωτόπουλος αποδέχεται στο πόρισμα πως ο
Αποστολόπουλος παρακολουθούσε και κατέγραφε τον Χαϊκάλη έχοντας
τοποθετήσει μικρόφωνο κάτω από το τραπέζι στο καφέ του ξενοδοχείου
Plazza, μικροκάμερα στο ταβάνι πάνω στον αισθητήρα πυρανίχνευσης και
βάζοντας δύο άτομα σε διπλανό τραπέζι. Αυτή η παραδοχή από τον
Αποστολόπουλο κατά τον Εισαγγελέα σημαίνει πως τον κατέγραφε για να τον
καταγγείλει. Ο Εισαγγελέας δεν θέτει το ενδεχόμενο η καταγραφή από τον
Αποστολόπουλο να γίνεται για να εκβιάζεται ο Χαϊκάλης ή για αποδείξει ο
Αποστολόπουλος στους εντολείς του την πρόθεσή του.
Στο σημείο αυτό όμως ο Εισαγγελέας έχει καταπατήσει κάθε έννοια
αντικειμενικής έρευνας. Δεν ρωτάει τον Αποστολόπουλο ποιοί ήταν οι
μάρτυρες. Δεν καλεί αυτούς τους μάρτυρες να καταθέσουν. Δεν ζητά από
τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου να καταθέσουν (οι υπεύθυνοι του Plazza
μας διαβεβαίωσαν πως ουδέποτε ενοχλήθηκαν). Δεν διατάζει έρευνα από τα
εγκληματολογικά της Αστυνομίας για να βρεθούν δαχτυλικά αποτυπώματα ή
για να διαπιστωθεί από τις κάμερες του ξενοδοχείου τι ακριβώς έγινε
εκείνη τη μέρα. Δεν αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν κάποιος αν δεν έχει
την άδεια του ξενοδοχείου να παγιδεύσει ένα δημόσιο χώρο όπως είναι το
καφέ του Plazza. Δεν αναζητεί μήπως πρόκειται για εγκληματική ομάδα με
εξειδικευμένες γνώσεις που επιδίδεται συστηματικά σε τέτοιες ενέργειες.
Δεν συνδυάζει πως ο τραπεζίτης που κατά τον Χαϊκάλη θα χρηματοδοτούσε το
χρηματισμό του, είναι ταυτόχρονα και μέτοχος της τράπεζας που θα έσβηνε
το δάνειο αλλά και μέτοχος του ξενοδοχείου στο οποίο με ευκολία έγινε η
παγίδευση. Και τέλος, ο Εισαγγελέας δεν ασκεί καν δίωξη στον
Αποστολόπουλο για την καταγραφή Χαϊκάλη.
Η ίδια η εξέταση του Αποστολόπουλου από τον Εισαγγελέα είναι
εντυπωσιακή. Χωρίς καμιά πίεση, ο Εισαγγελέας Παναγιωτόπουλος εξετάζει
τον Αποστολόπουλο σε μια κατάθεση μόλις 5 αραιογραμμένων σελίδων. Δεν
τον ρωτάει για να εκμαιεύσει πράγματα που υπάρχουν στο βίντεο τα οποία
ακόμη και αν δεν τα έχει κάνει αποδεκτά τα γνωρίζει από την κατάθεση
Χαϊκάλη και Καμμένου. Τον αφήνει να πει ό,τι έχει ευχαρίστηση ενώ σε
κάποιο σημείο της κατάθεσης τον αβαντάρει λέγοντας πως ο Χαϊκάλης στις
11 Δεκεμβρίου είχε πει πως μπορεί να ψηφίσει Πρόεδρο Δημοκρατίας. Ρωτά
συγκεκριμένα ο Εισαγγελέας “Έχετε υπόψη σας τη δήλωση Χαϊκάλη στις
11/12/2014 ότι θα ψηφίσει πρόεδρο Δημοκρατίας προκειμένου να αποφευχθεί
Εθνική κρίση;”. Ο Αποστολόπουλος συμφωνεί και συμπληρώνει πως αυτό
αποδεικνύει τα λεγόμενά του. Η μόνη διαφορά είναι πως ο Χαϊκάλης
ουδέποτε έκανε τη δήλωση που ο Εισαγγελέας μετέφερε στον Αποστολόπουλο.
Μερικές ώρες μετά το κλείσιμο της υπόθεσης, σε τηλεοπτικό παράθυρο, ο
δικηγόρος του Αποστολόπουλου αποστόμωσε τη δικηγόρο του Χαϊκάλη
λέγοντας “εσείς θα κάνετε 10 μηνύσεις και οι 10 θα πάνε στο αρχείο”.
Τέτοια βεβαιότητα από δικηγόρο σπάνια βλέπουμε. Όπως και εισαγγελικό
πόρισμα που η χρησιμότητά του εκτός από το καθάρισμα Αποστολόπουλου
είναι να τυλίγεις ρέγγες. Σίγουρα όχι για να το διδάσκεις σε Νομική
Σχολή.
Του Κώστα Βαξεβάνη
Πηγή: koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου