Θυμούνται τα
λόγια του πατέρα: Εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες.
Δεν έχει σημασία αν τελικά δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους.
Ελπίζοντας πάντοτε πώς κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα.
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους”.
(Μανόλης Αναγνωστάκης, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ.Χ.)
Μπορώ να έχω μία μερίδα χαρά, παρακαλώ; Ευχαριστώ. Αφήστε με τώρα, να την απολαύσω με την ησυχία μου.
Δεν έχει σημασία αν τελικά δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους.
Ελπίζοντας πάντοτε πώς κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα.
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους”.
(Μανόλης Αναγνωστάκης, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1969 μ.Χ.)
Μπορώ να έχω μία μερίδα χαρά, παρακαλώ; Ευχαριστώ. Αφήστε με τώρα, να την απολαύσω με την ησυχία μου.
Ν’ απολαύσω τις πλερέζες των καλοπληρωμένων παπαγάλων της τηλεόρασης, που χρόνια τώρα με το δάχτυλο και τη φωνή υψωμένα, εγκαλούσαν, “συνέτιζαν” και τρομοκρατούσαν όποιον τολμούσε να ψελλίσει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός, όποιον τολμούσε ν’ αμφισβητήσει λόγω και έργω, την αναγκαιότητα της καταστροφής, τον μονόδρομο της λιτότητας. Θα το στρίψουν όπου νάναι, άρχισαν ήδη, αλλά έχω λίγο χρόνο να χαρώ με τις τσαλακωμένες φάτσες τους.
Ν’ απολαύσω την ήττα της αλαζονείας και του μεγαλομανιακού παραληρήματος, στα πρόσωπα που ταυτίζονται μαζί της, όσο κανένα άλλο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Γιώργο Παπανδρέου. Και μαζί ν’ απολαύσω το τέλος του κόμματος που ευαγγελίστηκε τον σοσιαλισμό και εδραίωσε τον νεοφιλελευθερισμό, τον κυνικό ατομισμό, τον εύκολο και ιδιοτελή πλουτισμό, το καρακιτσαριό και τη φιγούρα του “λάιφ στάιλ”. Γιατί είμασταν κι εμείς εδώ. Και τους πολεμήσαμε. Οχι τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, αλλά τότε που ήταν παντοδύναμοι. Και αντέξαμε. Και δεν ταλαντευθήκαμε ούτε μια στιγμή.
Ν’ απολαύσω τη νευρική κρίση των ατσαλάκωτων κυριών και κυρίων, που γαλουχήθηκαν με την πεποίθηση ότι αυτή η χώρα τους ανήκει, ότι είναι λατιφούντιο που κληρονόμησαν μαζί με τους υπηκόους του, ότι έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου και πρώτης νυκτός, επειδή οι πατεράδες τους ήταν ξύπνιοι και τάχθηκαν με τον ισχυρό, τότε που οι δικοί μας γύριζαν απ’ το βουνό και τις εξορίες και τις φυλακές, με σακατεμένη υγεία, βουρκωμένα μάτια κι ένα καντηλάκι περηφάνειας, αναμμένο πάντα, στην αριστερή τσέπη του σακκακιού.
Ν’ απολαύσω τον πανικό των σιχαμάτων που πλασσαρίστηκαν ως πολιτικοί άνδρες κι έγιναν υπουργοί και συγκυβερνήτες, τηλεοπτικά νούμερα της εσχάτης υποστάθμης, απατεώνες και καταχραστές του Δημοσίου χρήματος, που ξεπλύθηκαν σε “‘εγκυρα” τηλεοπτικά πλατώ κι έγιναν “κύριοι πρόεδροι” και “κύριοι υπουργοί”.
Ν’ απολαύσω τη συντριβή της ακροδεξιάς πανούκλας, που φόρεσε ευρωπαϊκή λεοντή και κουτσαβάκικο γιλέκο, γυρίζοντας τα ρολόγια στη δεκαετία του ’50, σπέρνοντας απόγνωση και σκοταδισμό.
Ξέρω τις δυσκολίες. Ξέρω και τους κινδύνους. Ξέρω τους λαθρεπιβάτες. Ξέρω τους υπολογιστές. Ξέρω πως πιάσαν ήδη δουλειά οι συμβουλάτορες και οι Κασσάνδρες. Ξέρω τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, ξέρω την Κίρκη, ξέρω τις Σειρήνες. Αλλά τ’ ωραίο ταξίδι ξεκινάει. Και λέω νάμαι μέσα στο καράβι, όσα και νάναι τα μπωφόρ...
απο την
Ευγενία Λουπάκη
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου