Πριν από μερικά χρόνια, ένας ιερέας στη Νεμπράσκα των Ηνωμένων
Πολιτειών, κατά τη διάρκεια μαθήματος επιχειρηματικής ηθικής που
παρέδιδε σε πιστούς της ενορίας του, έθεσε ένα μάλλον προκλητικό
ερώτημα: Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι τρεις μάγοι, που επισκέφθηκαν τον
νεογέννητο Ιησού για να του προσφέρουν δώρα, μπορούν να κατηγορηθούν
για απόπειρα δωροδοκίας –και συνεπώς οι γονείς του ανήλικου αγοριού για
παθητική δωροδοκία (δωροληψία); Βάσει του σύγχρονου νομικού πλαισίου,
που ισχύει με μικρές παραλλαγές στις περισσότερες χώρες του κόσμου, η
απάντηση είναι προφανώς όχι, καθώς η παροχή ωφελημάτων δεν έγινε με
στόχο να αλλάξει τη συμπεριφορά κάποιου υπαλλήλου που κατέχει δημόσια
θέση. Η πεποίθηση ότι οι μάγοι δεν ανέμεναν άμεσα ανταλλάγματα από τη
«δωροδοκία», αλλά ήθελαν να τιμήσουν τον Ιησού, συνάγεται και από το
είδος των δώρων, καθώς το λιβάνι, ο χρυσός και η σμύρνα αποτελούσαν
συνηθισμένα δώρα προς τους βασιλείς της εποχής.
Προφανώς στόχος του ιερέα από τη Νεμπράσκα δεν ήταν να εξετάσει μόνο
το νομικό καθεστώς της δωροδοκίας, αλλά να προχωρήσει και σε θεολογικά
ερωτήματα για το αν και υπό ποιες συνθήκες ένας πιστός μπορεί να
κατηγορηθεί ότι επιχειρεί να δωροδοκήσει τον Θεό.
Αυτό που θα είχε ίσως περισσότερο ενδιαφέρον να αναφέρει στους
μαθητές του είναι ότι στα χρόνια του Ιησού η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε
αναπτύξει ένα ιδιαίτερα σύνθετο νομικό καθεστώς σχετικά με τη δωροδοκία.
Σε αντίθεση, μάλιστα, με αυταρχικά καθεστώτα και οικονομικές αποικίες
του σήμερα, όπου οι σχετικές καταγγελίες μπαίνουν στο αρχείο με
συνοπτικές διαδικασίες διάρκειας δύο ημερών, στην αρχαία Ρώμη δεν
αστειεύονταν.
Σύμφωνα με τον Ελληνα ιστορικό Πολύβιο, η βασική διαφορά ανάμεσα
στους Καρχηδόνιους και του Ρωμαίους ήταν ότι οι πρώτοι καταλάμβαναν
δημόσια αξιώματα μέσω δωροδοκίας, ενώ οι δεύτεροι τιμωρούσαν τη
συγκεκριμένη πράξη ακόμη και με την ποινή του θανάτου. Αν και ο Πολύβιος
σήμερα θα χαρακτηριζόταν «οργανικός διανοούμενος» και οι απόψεις του
για την Καρχηδόνα, η οποία βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρώμη, δεν
θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστες, γνώριζε πολύ καλά τους νόμους της
αρχαίας Ρώμης.
Οι περιπτώσεις δωροδοκίας καλύπτονται σε διάφορα σημεία του ρωμαϊκού
δικαίου, ιδιαίτερη σημασία όμως δινόταν σε κάθε προσπάθεια επηρεασμού
μιας ψηφοφορίας μέσω συγκεκριμένων ανταλλαγμάτων. Το ρωμαϊκό δίκαιο
περιέγραφε με τη λέξη ambitus (από όπου προκύπτει και η αγγλική λέξη
ambition – φιλοδοξία) την προσπάθεια επηρεασμού της εκλογικής
διαδικασίας μέσω δωροδοκίας (δεκασμός). Για τον Επίκτητο η δωροδοκία
πολιτικών ήταν τόσο χαμερπής «όσο το να φιλάς τα χέρια του σκλάβου σου» -
υποθέτουμε αυτό ήταν τόσο ατιμωτικό όσο το να παρακαλάς έναν ναζιστή να
ψηφίσει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Ο Κικέρωνας αναφερόταν συχνά στο έγκλημα ambitus ως μια από τις πιο
εξευτελιστικές πρακτικές στις οποίες μπορούσε να καταφύγει κάποιος. Ο
ίδιος μάλιστα ήταν και το θύμα της πρώτης διαπιστωμένης προσπάθειας
χρηματισμού πολιτικών που σημειώθηκε το 70 π.Χ. όταν ο Γάιος Βέρρος
(κυβερνήτης της Σικελίας) προσέφερε σε γερουσιαστές δέκα κουτιά με χρυσό
προκειμένου να αποκλείσουν τον Κικέρωνα από την εκλογική διαδικασία.
Οι συνηθέστερες ποινές που επιβάλλονταν για το έγκλημα του δεκασμού
περιελάμβαναν υψηλά χρηματικά πρόστιμα, αποκλεισμό από τη ρωμαϊκή
Γερουσία και στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι έως και για δέκα
χρόνια. Οσο αναπτυγμένο ήταν όμως το ρωμαϊκό δίκαιο για να αντιμετωπίσει
τον δεκασμό τόσο καλά οργανωμένοι ήταν και οι δράστες όχι μόνο για να
παρακάμψουν τον νόμο, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ότι ο δωρολήπτης
θα εκπληρώσει τις υποσχέσεις του –είτε πρόκειται για έναν απλό ψηφοφόρο ή
για κάποιο δημόσιο λειτουργό με σημαντικές αρμοδιότητες. Προφανώς τα
μέλη της ρωμαϊκής οικονομικής ελίτ (ας τα ονομάσουμε τραπεζίτες της
εποχής) δεν έδιναν αυτοπροσώπως τα χρήματα, αλλά χρησιμοποιούσαν ένα
δαιδαλώδες δίκτυο από μεσάζοντες. Κάποιοι αναλάμβαναν να κλείσουν τη
μυστική συμφωνία (interpretes), άλλοι να φυλάνε τα χρήματα μέχρι την
καθορισμένη ημερομηνία πληρωμής (sequesters) και άλλοι να τα παραδίδουν
στους δωρολήπτες (divisors).
Οσο σκληρά και αν προσπάθησαν οι Ρωμαίοι νομοθέτες να τιμωρήσουν το
ambitus αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι απέτυχαν παταγωδώς και πως η
δωροδοκία πολιτικών ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που
οδήγησαν στο πέρασμα από τη δημοκρατία στην αυτοκρατορία. Αυτό που οι
περισσότεροι νομικοί όμως θα ήθελαν να ξεχάσουν είναι ότι η ταχύτατη
εξάπλωση του δεκασμού δεν ξεκίνησε στην πολιτική αρένα, αλλά στα
δικαστήρια της εποχής. Σύμφωνα με την ιστορικό και συγγραφέα Ρέιτσελ
Βίσνια, οι πρώτες προσπάθειες δωροδοκίας αφορούσαν πιθανότατα το σώμα
των δικαστών και στη συνέχεια επεκτάθηκαν και στους πολιτικούς.
Αποτελεί φαίνεται ιστορικό κανόνα ότι η εξαγορά πολιτικών δεν θα
μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί εάν δεν υπήρχε και ένα εξίσου
διεφθαρμένο σώμα δικαστών, το οποίο, όταν δεν χρηματίζεται το ίδιο,
αναλαμβάνει να συγκαλύψει τον χρηματισμό άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου