Τι παράδοξο; Την ίδια ώρα που δίνονται αναδρομικές παροχές
μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών που παρουσιάζουν εκλογικό ή
άλλο πολιτικό ενδιαφέρον για τα κομματικά επιτελεία, ένα στα τρία
ελληνόπουλα απειλείται με φτώχεια. Η πραγματικότητα καραδοκεί και
αμείλικτη σημαδεύει τα παιδιά και τις οικογένειές τους. Ο κίνδυνος
φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε
28,8% και είναι υψηλότερος κατά 5,7 ποσοστιαίες μονάδες από το
αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού. Ο κίνδυνος φτώχειας των
μονογονεϊκών νοικοκυριών με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται
σε 37,2%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα νοικοκυριά με δύο γονείς και
ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 20,2% (βλ. Έρευνα Εισοδήματος και
Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2013, ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Και όμως, το
πολιτικό σύστημα αγνοεί την πραγματικότητα αυτή επιδεικτικά.
Η εκκωφαντική σιωπή των κυρίαρχων σήμερα κομμάτων είναι άλλη μια απόδειξη της αδυναμίας τους να ακούσουν, να διδαχθούν και εν τέλει να κυβερνήσουν δίνοντας προτεραιότητα στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η απουσία ενός γενικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όλων των παιδιών, ανεξάρτητα από την ασφάλισή τους ή μη μέσω της ασφάλειας των γονέων τους, έχει οδηγήσει πολλά παιδιά να είναι ανασφάλιστα. Οι οικογενειακές δομές και η διαγε νεακή αλληλεγγύη διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στο μετριασμό αυτών των αρνητικών παραγόντων. Ωστόσο, δεν αρκεί. Οι πραγματικές λύσεις για την παιδική φτώχεια είναι γνωστές από την εμπειρία της Ευρώπης. Η παιδική φτώχεια —και η μείωσή της— είναι απο τέλεσμα περίπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ τύ πων νοικοκυριού, συνθηκών στην αγορά εργασίας, κρατικής στήριξης και άλλων παραγόντων. Οι πλέον επιτυχημένες πολιτικές εί ναι αυτές που έχουν καταφέρει να συνδυάσουν μια καθολική προσέγγιση (π.χ. επίδομα παιδιών) με μέ τρα που στοχεύουν τις πλέον ευάλωτες ομάδες (π.χ. φύλαξη παιδιών σε μειονεκτούσες περιοχές). Οι επι τυχημένες χώρες επίσης καταπολεμούν την παιδική φτώχεια σε όλα τα επίπεδα, συνδυάζοντας πολιτικές εκπαίδευσης (π.χ. υποστήριξη των αδυνάτων στην εκπαίδευση με ειδικά μέτρα πρόληψης της σχολικής διαρροής) με μέτρα που διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργα σίας (π.χ. στοχευμένα μέτρα ανακούφισης των μονογονεϊκών νοικοκυριών και των νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα παιδιά) και με την εισοδηματική ενίσχυση.
Η εκκωφαντική σιωπή των κυρίαρχων σήμερα κομμάτων είναι άλλη μια απόδειξη της αδυναμίας τους να ακούσουν, να διδαχθούν και εν τέλει να κυβερνήσουν δίνοντας προτεραιότητα στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η απουσία ενός γενικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όλων των παιδιών, ανεξάρτητα από την ασφάλισή τους ή μη μέσω της ασφάλειας των γονέων τους, έχει οδηγήσει πολλά παιδιά να είναι ανασφάλιστα. Οι οικογενειακές δομές και η διαγε νεακή αλληλεγγύη διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στο μετριασμό αυτών των αρνητικών παραγόντων. Ωστόσο, δεν αρκεί. Οι πραγματικές λύσεις για την παιδική φτώχεια είναι γνωστές από την εμπειρία της Ευρώπης. Η παιδική φτώχεια —και η μείωσή της— είναι απο τέλεσμα περίπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ τύ πων νοικοκυριού, συνθηκών στην αγορά εργασίας, κρατικής στήριξης και άλλων παραγόντων. Οι πλέον επιτυχημένες πολιτικές εί ναι αυτές που έχουν καταφέρει να συνδυάσουν μια καθολική προσέγγιση (π.χ. επίδομα παιδιών) με μέ τρα που στοχεύουν τις πλέον ευάλωτες ομάδες (π.χ. φύλαξη παιδιών σε μειονεκτούσες περιοχές). Οι επι τυχημένες χώρες επίσης καταπολεμούν την παιδική φτώχεια σε όλα τα επίπεδα, συνδυάζοντας πολιτικές εκπαίδευσης (π.χ. υποστήριξη των αδυνάτων στην εκπαίδευση με ειδικά μέτρα πρόληψης της σχολικής διαρροής) με μέτρα που διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργα σίας (π.χ. στοχευμένα μέτρα ανακούφισης των μονογονεϊκών νοικοκυριών και των νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα παιδιά) και με την εισοδηματική ενίσχυση.
Είναι εντυπωσιακό ότι αν και τα δεδομένα αυτά είναι γνωστά
στους ειδικούς, οι προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος της
παιδικής φτώχειας απουσιάζουν εντελώς από τη δημόσια συζήτηση. Η παιδική
φτώχεια δεν αντιμετωπίζεται ως ένα από τα πιο επείγοντα ζητήματα
δημόσιας πολιτικής ούτε ακόμα από τις (κεντρο-) αριστερές δυνάμεις του
πολιτικού φάσματος. Μάλιστα, οι περισσότεροι σίγησαν όταν καταργήθηκε το
αφορολόγητο όριο που ίσχυε για κάθε παιδί, διαλύοντας το δίχτυ
κοινωνικής προστασίας προς τις οικογένειες με παιδιά και επιβαρύνοντας
αναλογικά περισσότερο τις οικογένειες που έχουν περισσότερα παιδιά. Η
μεγάλη και αυξανόμενη φτώχεια των παιδιών είναι η χειρότερη μορφή
κοινωνικής αδικίας. Πρώτη πρωτεραιότητα για την καταπολέμησή της πρέπει
να είναι η εκπόνηση μιας εθνικής στρατηγικής. Δηλαδή, ενός Εθνικού
Σχεδίου Δράσης που θα ξεπερνά την οπτική και τις δυνατότητες ενός
υπουργείου και θα εκτείνεται σε όλο το φάσμα της πολιτικής σε μακρύ
χρονικό ορίζοντα, έχοντας λάβει υπόψη διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία,
έχοντας επιδιώξει κοινωνική συναίνεση, έχοντας εξασφαλίσει τον
συντονισμό μεταξύ των εμπλεκόμενων Υπουργείων (Οικονομικών, Εργασίας,
Υγείας, και Παιδείας), έχοντας δεσμεύσει πόρους για την υλοποίησή του
(π.χ. μέσω της διαμόρφωσης ιδιαίτερου κωδικού στον προϋπολογισμό για τη
χρηματοδότη του συνόλου των κρατικών πολιτικών που αφορούν το παιδί),
καθώς και διαδικασίες συμμετοχής όλων των αρμόδιων φορέων στον
σχεδιασμό, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγησή του.
Ένα τέτοιο Εθνικό Σχέδιο Δράσης θα πρέπει να προωθεί τη
διάχυση της διάστασης του παιδιού (child mainstreaming) σε όλους τους
τομείς πολιτικής και σε όλα τα επίπεδα άσκησης πολιτικής (κεντρική και
τοπική αυτοδιοίκηση). Επί του περιεχομένου, θα πρέπει να περιλαμβάνει
τον σχεδιασμό και την εφαρμογή «φιλικών» για τα παιδιά πολιτικών στην
βάση στοχοθετημένων (με μετρήσιμα αποτελέσματα) προτεραιότητων δράσης
όπως είναι, μεταξύ άλλων: η αύξηση της πρόσβασης όλων των παιδιών σε
ποιοτικές υπηρεσίες προσχολικής και παιδικής φροντίδας καθώς και σε
υπηρεσίες υγείας και ιδιαίτερα σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, η βελτίωση
του εκπαιδευτικού συστήματος, η παροχή «στοχευμένης» ολοκληρωμένης
υποστήριξης για τα φτωχά παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά ανέργων και για
τα παιδιά ευάλωτων ομάδων πληθυσμού (συμπεριλαμβανομένων όσων ζουν σε
ιδρύματα), καθώς και η αύξηση της πρόσβασης των γονέων στην αγορά
εργασίας.
Άμεσα, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης θα πρέπει να προβλέπει τη
λήψη ειδικών ενεργειών για την αντιμετώπιση των σοβαρότατων ελλείψεων
που παρατηρούνται στο πεδίο της παιδικής προστασίας, όπως είναι:
Η εγγύηση της άνευ όρων παροχής δωρεάν ιατροφαρμακευτικής
και νοσοκομειακής περίθαλψης για όλα τα παιδιά που ζουν στην Ελλάδα.
Προτείνεται κάθε παιδί, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση
των γονέων του, να λαμβάνει μια προσωπική κάρτα υγείας, η οποία θα
περιέχει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του και θα
διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγειονομικής
περίθαλψης.
Η μείωση του ΦΠΑ σε όλα τα βασικά είδη βρεφικής και παιδικής
φροντίδας, όπως το γάλα, οι πάνες, τα σχολικά είδη κ.ά. δίνοντας μια
ανάσα ανακούφισης στα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά.
Η επιδότηση της φροντίδας των παιδιών μέσω της επιδότησης
του κόστους των νηπιαγωγείων ή των βρεφονηπιακών σταθμών (π.χ. μέσω
διανομής κουπονιών στις φτωχότερες οικογένειες με παιδιά ηλικίας 2-5
ετών που θα μπορεί να εξαργυρώνεται σε πιστοποιημένους βρεφονηπιακούς
σταθμούς), καθώς επίσης και της παροχής φροντίδας που θα παρέχεται από
εγγεγραμμένους άνεργους οι οποίοι θα καταρτιστούν σε θέματα φροντίδας
παιδιών.
Η άμεση επαναφορά του αφορολογήτου ορίου για κάθε παιδί σε
συνδυασμό με τη λήψη στοχευμένων μέτρων αντιμετώπισης της ανεργίας,
κυρίως στα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά που κανένας ενήλικας δεν
εργάζεται.
Η υλοποίηση προγραμμάτων για την πρόληψη της απώλειας στέγης
των οικογενειών με παιδιά (προστασία των παιδιών από την έξωση) από
φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με Μη Κερδοσκοπικούς
Οργανισμούς.
Επιπλέον, σε ότι αφορά τις επιδοματικές ενισχύσεις των
ευπαθών ομάδων θα πρέπει να γίνεται η χορήγηση των επιδομάτων απευθείας
με βάση τα στοιχεία των δηλώσεων εισοδήματος και το σύνολο της
περιουσίας και όχι μέσω αιτήσεων των δικαιούχων. Με τον τρόπο αυτό δεν
θα αποκλείονται όσοι δεν έχουν την ευκαιρία να ενημερωθούν ή όσοι δεν
μπορούν να αντιμετωπίσουν το γραφειοκρατικό κόστος με αποτέλεσμα να μην
υποβάλλουν αίτημα συμμετοχής.
Η χρηματοδότηση των παραπάνω ενεργειών μπορεί να προέλθει
από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής
περιόδου 2014-2020 και να κατανέμεται με βάση το ύψος της παιδικής
φτώχειας ανά περιφέρεια. Μπορεί επίσης να προέλθει από την διάθεση ποσών
που συγκεντρώθηκαν από τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος,
και τις επιστροφές παράνομων χρηματοδοτήσεων για την κάλυψη δαπανών
κοινωνικής προστασίας. Λύσεις για την εξεύρεση περιθωρίων για
δημοσιονομικούς ελιγμούς μπορούν να βρεθούν όπως βρέθηκαν για την
αναδρομική επιστροφή των ποσών που περικόπηκαν στους δικαστικούς και
στους ένστολους. Γιατί άλλωστε το Συνταγματικό δικαίωμα της αξιοπρεπούς
διαβίωσης να αναγνωρίζεται μόνο για κάποιες ομάδες και όχι για την
στήριξη οικογενειών με παιδιά σε κατάσταση φτώχειας; Εμείς οι πολίτες ας
οργανώσουμε την φωνή μας ώστε να δημιουργηθεί επί τέλους στη χώρα μας
μια εθνική βάση αναφοράς για την παιδική φτώχεια, με ανάληψη ευθύνης από
την Πολιτεία και πλαισίωσή της από την κοινωνία των πολιτών.
* Η Μαρίλη Μέξη ειδικεύεται σε θέματα κοινωνικής
πολιτικής. Εργάζεται ερευνητικά και διδακτικά στο Πανεπιστήμιο της
Γενεύης. Είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Οξφόρδης.
Έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στην πολιτική θεωρία στην Οξφόρδη
και στην Ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική στο London School of Economics.
Μαρία Μέξη
Πηγή: News247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου