Το 20% των οφειλών επιχειρήσεων προς τις
τράπεζες θεωρείται ότι προέρχεται από μη βιώσιμες εταιρείες. Αντιθέτως,
το ένα τρίτο των επιχειρήσεων βρίσκεται σε απολύτως υγιή κατάσταση, ενώ
ένας επίσης μεγάλος αριθμός θα βελτίωνε σημαντικά τις προοπτικές του, με
κατάλληλη αναδιάρθρωση του χρέους του.
Τα στοιχεία αυτά παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο
της προσπάθειας που έχει ξεκινήσει για την αντιμετώπιση των «κόκκινων»
δανείων. Παρουσιάστηκαν σχετικές μελέτες που έχουν πραγματοποιήσει οι
εταιρείες Grant Thortnon, Price Waterhouse Coopers και KPMG.
Με δεδομένο ότι οι οφειλές των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες ανέρχονται
στα 124 δισ. ευρώ, οι εκτιμήσεις διαμορφώνουν το ύψος των δανείων που
προέρχονται από μη βιώσιμες επιχειρήσεις σε 25 δισ. ευρώ περίπου. Στην
ημερίδα συζητήθηκε το θέμα της αναζήτησης εξωδικαστικής λύσης για τη
διευθέτηση χρεών με ταχείες διαδικασίες, προκειμένου να υπάρξουν γρήγορα
αποτελέσματα με θετική επίπτωση στην οικονομία και ελάχιστο διοικητικό
βάρος. Η λύση της διευθέτησης χρεών θα λειτουργήσει εξυγιαντικά για όλο
το σύστημα, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις που επιβίωσαν να αναπτυχθούν,
αλλά και να απελευθερωθούν πόροι από τα λιμνάζοντα χρέη. Το θέμα
διευρευνήθηκε από τρεις διαφορετικές οπτικές.
• Η πρώτη αφορά στην οικονομική πραγματικότητα των επιχειρήσεων.
• Η δεύτερη τα νομικά προβλήματα και εμπόδια και
• Η τρίτη τη διεθνή εμπειρία.
Να σημειωθεί ότι μελέτη της Price Waterhouse Coopers σε 2.959
επιχειρήσεις, προσδιορίζει τον αριθμό των μη βιώσιμων σε 650. Οι
χρηματοδοτικές ανάγκες αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων προκειμένου να
ξεκαθαρίσει το πεδίο των βιώσιμων και μη βιώσιμων, υπολογίζεται στα 25
δισ. ευρώ και το κόστος αναχρηματοδότησης αυτών που έχουν βιώσιμα
χαρακτηριστικά σε επιπλέον 10 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την PwC, η
αναδιάρθρωση των χρεών των μη βιώσιμων εταιρειών θα απελευθερώσει
ρευστότητα, αλλά και περιουσιακά στοιχεία ύψους 2 δισ. ευρώ, τα οποία θα
αποδοθούν στην παραγωγή. Με τον τρόπο αυτό θα κινητοποιηθούν κεφάλαια 7
δισ. ευρώ, καθώς η αναχρηματοδότηση της εταιρικής οικονομίας θα
δημιουργήσει πολλές ευκαιρίες εξαγορών και συγχωνεύσεων.
Η συζήτηση για τα νομικά προβλήματα επικεντρώθηκε στον πτωχευτικό
κώδικα, πολλές από τις διατάξεις του οποίου, όπως επισημάνθηκε στην
ημερίδα, είτε παρατείνουν τη δικαστική λύση των υποθέσεων είτε αποτελούν
από μόνες τους εμπόδια σε ενδεχόμενη διευθέτηση χρεών στο εξωδικαστικό
επίπεδο. Η προτεραιότητα των απαιτήσεων του Δημοσίου και των
ασφαλιστικών Ταμείων, αποτελεί βασικό πρόβλημα στην προσπάθεια
συνεννόησης μεταξύ των πιστωτών και στο κίνητρο εξωδικαστικής λύσης από
τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σχετική μελέτη έχει διενεργήσει η KPMG, η οποία
προτείνει την ενιαία αντιμετώπιση των οφειλών προς τις τράπεζες και το
Δημόσιο στο πλαίσιο μιας εξωδικαστικής προσπάθειας διευθέτησης του
χρέους, που μπορεί να περιλαμβάνει και το «κούρεμα» μέρους της οφειλής
που προέρχεται από τόκους. Η συμφωνία θα πρέπει να εξασφαλίζει τη
συναίνεση ενός ικανού ποσοστού των πιστωτών της επιχείρησης -π.χ. το
33%- αλλά και να δεσμεύει το σύνολο αυτών. Η λογική στην οποία βασίζεται
είναι αυτή του εξωδικαστικού συμβιβασμού, στον οποίο θα συμμετέχουν όλα
τα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή τόσο οι τράπεζες όσοι και οι φορείς του
Δημοσίου. Στόχος είναι να αποφευχθούν όλα τα χρονοβόρα στάδια μιας
δικαστικής διαδικασίας, που οδηγούν σε πολύμηνες ή ακόμη και πολυετείς
καθυστερήσεις, υπονομεύοντας οποιαδήποτε προσπάθεια για την ανόρθωση
μιας επιχείρησης, που μπορεί να περιλαμβάνει πωλήσεις περιουσιακών
στοιχείων, πλειστηριασμούς ακινήτων κ.ά.
Αναγκαίος όρος, ειδικά στην περίπτωση που για τη διάσωση της επιχείρησης
αποφασίζεται «κούρεμα» οφειλών, είναι η συμφωνία να συνοδεύεται από ένα
αξιόπιστο επιχειρηματικό σχέδιο που θα διασφαλίζει την αποπληρωμή του
υπολοίπου του χρέους τόσο προς τις τράπεζες όσο και προς το Δημόσιο. Η
εφαρμογή της συμφωνίας θα ελέγχεται από ανεξάρτητο σύμβουλο, που θα
παρακολουθεί την εφαρμογή του business plan στο οποίο έχουν καταλήξει
όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και το οποίο θα βασίζεται σε κοινές παραδοχές,
όπως η δυνατότητα αποπληρωμών με βάση τις ταμειακές ροές μιας
επιχείρησης ή άλλα κριτήρια, που θα πρέπει επίσης να συμφωνηθούν στη
βάση διεθνών πρακτικών.
Η παρουσίαση της διεθνούς εμπειρίας έδειξε ότι ειδικές καταστάσεις
αντιμετωπίστηκαν με ειδικές δράσεις έκτακτης ανάγκης και όχι με τα
υφιστάμενα μέσα. Αναφέρθηκαν παραδείγματα ειδικών μέτρων που
χρησιμοποιήθηκαν στην κρίση της Απω Ανατολής, στην Αργεντινή, αλλά και
σε ευρωπαϊκές χώρες. Παρά τον διαφορετικό χαρακτήρα των επιμέρους μέτρων
που λήφθηκαν σε κάθε περίπτωση, κοινή συνισταμένη είναι η συντονισμένη
διαχείριση του προβλήματος, με τυποποίηση των διαδικασιών, υπό την
αντίληψη της ανάγκης εξεύρεσης συστημικής λύσης και όχι απλής παρέμβασης
σε μικρο-οικονομικό επίπεδο. Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, το
ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η δημιουργία ειδικών θεσμών
έκτακτης ανάγκης μεγάλης αποτελεσματικότητας και για χρήση σε
περιορισμένο χρονικό διάστημα, λύση που φαίνεται ότι προκρίνεται και από
το υπουργείο Οικονομικών.
Βοήθεια από τον «Τειρεσία»
Στο πλαίσιο της προσπάθειας για τον διαχωρισμό των βιώσιμων από τις
μη βιώσιμες επιχειρήσεις, το υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζεται αλλαγές
στη βάση δεδομένων του «Τειρεσία», μέσα από τον εμπλουτισμό των
στοιχείων που συγκεντρώνει και με τις οφειλές των επιχειρήσεων προς την
εφορία και τα ασφαλιστικά Ταμεία. Η ανάγκη εμπλουτισμού της βάσης
δεδομένων του «Τειρεσία» προέκυψε έπειτα από μελέτη και σύγκριση των
συστημάτων καταγραφής της πιστοληπτικής ικανότητας των φυσικών και των
νομικών προσώπων στον ευρωπαϊκό χώρο. Από τη σύγκριση προέκυψε ότι το
έλλειμμα εντοπίζεται στην πληρότητα των στοιχείων σε σχέση με άλλα
χαρακτηριστικά τους, όπως οι οφειλές προς το Δημόσιο ή άλλους φορείς,
πλην των τραπεζών. Ο εμπλουτισμός της βάσης δεδομένων του «Τειρεσία» θα
εξασφαλίσει ότι η πληροφόρηση δεν θα περιορίζεται σε στοιχεία για τον
βαθμό αθέτησης των οικονομικών υποχρεώσεων, όπως οι ακάλυπτες επιταγές ή
οι καθυστερήσεις στην πληρωμή δανείων, που αποτελούν τη μία όψη μιας
επιχείρησης, αλλά θα περιλαμβάνει και στοιχεία που θα μπορούν να
αξιολογήσουν το προφίλ της και τις προοπτικές επιβίωσης ή ανάπτυξής της.
Τα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων μπορεί να «χτιστεί» μια αξιόπιστη
αξιολόγηση των μμε δεν εξαντλούνται σε αυτά που έχουν να κάνουν με τις
οφειλές τους. Περιλαμβάνουν και ποιοτικά στοιχεία, όπως το είδος της
επιχείρησης, ο αριθμός των εργαζομένων, η νομική της μορφή, τα έτη
λειτουργίας της, ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται κ.ά.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου