Όλες σχεδόν οι εξελίξεις στο εργατικό
δίκαιο χαρακτηρίζονται από νομοθετικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της
ενίσχυσης της ευελιξίας. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η
εφαρμογή ευέλικτων μορφών εργασίας είναι ο κανόνας – και ισχύει για όλες
τις χώρες, και τις οικονομικά ισχυρές της Ευρωπαϊκής Ένωσης: οι
ευέλικτες εργασιακές σχέσεις αποτελούν παντού το βέλτιστο μέσο για την
αύξηση της κερδοφορίας και τον περιορισμό των συλλογικών διεκδικήσεων
των εργαζομένων.
Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης η
τάση αυτή εντάθηκε και ο αριθμός των εργαζομένων με συμβάσεις μερικής
απασχόλησης αυξήθηκε. Η προώθηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης
οδήγησε σε επιδείνωση των όρων συμμετοχής στην αγορά εργασίας, με
δεδομένη δε την υψηλή ανεργία, οι εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να αποδεχτούν
συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
Η ευελιξία του περιεχομένου της
απασχόλησης ισοδυναμεί με προσωρινή απασχόληση με συμβάσεις ορισμένου
χρόνου στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Στην τάση αυτή ανήκει και η
εργασία που καλύπτει εποχικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων και των
δήμων. Η ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου οδηγεί σε επιμήκυνση του
ωραρίου με τις παραδοσιακές πρακτικές της υπερεργασίας και της
υπερωρίας, ενώ εξίσου “ελαστικά” διευθετείται και ο συνολικός εργάσιμος
χρόνος με τον υπολογισμό του συμβατικού ωραρίου σε διαστήματα 4μηνα,
6μηνα, ετήσια κ.ά.
Η ευελιξία αφορά και τις αποδοχές.
Εφαρμόζεται μέσω της μείωσης του κατώτατου μισθού και τη δυνατότητα,
κατοχυρωμένη διά νόμου, να μην ισχύει αυτός υπό προϋποθέσεις που
συνδέονται με τη νεαρή ηλικία των εργαζομένων και την υψηλή ανεργία
εθνικού ή τοπικού επιπέδου [1].
Οι επισφαλείς εργασιακές σχέσεις
επιβάλλονται ως αποτέλεσμα του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ
κεφαλαίου και εργασίας. Περιορίζει την πρόσβαση της εργατικής τάξης
για υλικά αγαθά και υπηρεσίες που θεωρούνται αναγκαία για την κανονική
διαβίωσή της. Η αυξημένη ανεργία μειώνει τη διαπραγματευτική δύναμη των
εργαζομένων και οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να δίνουν
πραγματικούς μισθούς που είναι μικρότεροι από τον αναγκαίο μισθό, δηλαδή
από τα έξοδα για την ίδια τους της αναπαραγωγή. Όταν αυτή η συνθήκη
διατηρείται για αρκετό χρονικό διάστημα, η εκπλήρωση των αναγκών των
εργαζόμενων τάξεων αφορά πια τις απολύτως απαραίτητες για την επιβίωση.
Ευέλικτη απασχόληση και ανεργία
ανακυκλώνονται, και ένα είδος τέτοιας ανακύκλωσης είναι τα προγράμματα
κοινωφελούς εργασίας (workfare), που εφαρμόζονται σε πολλές χώρες. Στην
Ινδία, για παράδειγμα, ως μέτρο καταπολέμησης της φτώχειας η κυβέρνηση
προσφέρει ένα πρόγραμμα εκατό ημερών πληρωμένης εργασίας ετησίως αντί
για επίδομα ανεργίας. Στην Ευρώπη, τέτοια προγράμματα υπάρχουν στη
Μεγάλη Βρετανία, στην Ολλανδία (Work First) και στη Γερμανία (Hartz
Reforms). Μέσα από τις προσωρινές και κακοπληρωμένες θέσεις μειώνονται
οι μόνιμες θέσεις εργασίας ακόμα και σε κρίσιμους τομείς των υπηρεσιών,
όπως τα νοσοκομεία και τα σχολεία. Η κοινωφελής εργασία φαίνεται να
αποτελεί μια κομβική στρατηγική πειθάρχησης και εκμετάλλευσης των νέων
εργαζόμενων.
Η επισφάλεια χρησιμοποιείται ως μέσο
ελέγχου και πειθάρχησης των εργαζομένων σε συνδυασμό με τη μεγάλη
ανεργία. Η εργασιακή ανασφάλεια χρησιμοποιείται για τον εξαναγκασμό των
εργαζομένων να αποδεχθούν την ένταση της εκμετάλλευσης και την
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Τα οφέλη αυτής της στρατηγικής
είναι η υποτιθέμενη καταπολέμηση της ανεργίας και η μείωση των επίσημων
στατιστικών ανεργίας. Δημιουργείται έτσι η εικόνα ενός κράτους που
αγωνίζεται για την απασχόληση των νέων, σε εποχές που η συναίνεση των
από κάτω μειώνεται, ενώ απορρυθμίζονται οι εργασιακές σχέσεις.
Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης γενικεύονται ως το νέο μοντέλο
εργασιακών σχέσεων. Και αφορούν και την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και
εδώ εφαρμόζεται η κοινωφελής εργασία. Την αρχή έκαναν οι Μ.Κ.Ο. και στη
συνέχεια οι σχετικές προσλήψεις έγιναν απευθείας από τους δήμους ή μέσω
του ΟΑΕΔ. Τα Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας μέσω ΕΣΠΑ οδηγούν στην
σταδιακή αντικατάσταση του μόνιμου προσωπικού των δήμων, που απολύεται,
από «ωφελούμενους», με εκτεταμένη καθυστέρηση πληρωμών, και κατά
παράκαμψη του εργατικού δικαίου.
Βασικό ζήτημα στην εναλλακτική πρόταση της Αριστεράς για την τοπική
αυτοδιοίκηση είναι η κατάργηση της ελαστικής εργασίας στους δήμους και
στις περιφέρειες. Σε πρώτη φάση χρειάζεται να μετατραπούν όλες οι μορφές
κοινωφελούς εργασίας σε συμβάσεις εργασίας, με στόχο την επαναφορά των
σταθερών σχέσεων εργασίας, με την εξασφάλιση της αντίστοιχης
χρηματοδότησης. Η μετατροπή των συμβάσεων σε μόνιμης απασχόλησης είναι
πολιτικό επίδικο που εξαρτάται και από τον αγώνα των εργαζομένων στους
δήμους μέσα από τις συλλογικές διεκδικήσεις τους.
Στις Περιφέρειες και στους Δήμους της
Αριστεράς, οι επισφαλείς και κοινωφελείς θέσεις εργασίας πρέπει να
μετατρέπονται σε σταθερές μορφές πλήρους απασχόλησης. Ας το θυμόμαστε:
χωρίς τους εργαζόμενους δεν υπάρχει δήμος και κοινότητα
Του Οδυσσέα Αϊβαλή
Ο Οδυσσέας Αϊβαλής είναι μεταπτυχιακός φοιτητής και υποψήφιος 1ης Κοινότητας Δήμου Αθηναίων με την Ανοιχτή Πόλη
______________________
[1] Κουζής, Γ. Η ευελιξία στο επίκεντρο του νέου εργασιακού προτύπου, Η Αυγή 2.5.2010
______________________
[1] Κουζής, Γ. Η ευελιξία στο επίκεντρο του νέου εργασιακού προτύπου, Η Αυγή 2.5.2010
Πηγή: rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου