Εκτόξευση του δημοσίου χρέους ακόμη και στο 208% το 2015, αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική της σκληρής λιτότητας, προβλέπει η ετήσια μελέτη του έγκυρου Οικονομικού Ινστιτούτου Levy για την ελληνική οικονομία.
Στη στρατηγική ανάλυση, που φέρνει στο φως η "Αυγή", εκτιμάται ότι
εκτός ελέγχου δεν είναι μόνο το χρέος, αλλά και η ανεργία, όπως άλλωστε
είχαν προβλέψει και πέρυσι οι ίδιοι αναλυτές. Στην έκθεση προβλέπεται
ότι η κυβέρνηση θα πετύχει τον στόχο της μόνο για το έλλειμμα, ενώ
εκτιμάται ότι η μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο δεν
οφείλεται στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά στα
πετρελαιοειδή. Οι αναλυτές του Levy δεν μένουν μόνο στις δυσοίωνες
εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της επεκτατικής λιτότητας. Προτείνουν
τρεις εναλλακτικές πολιτικές
για να βγει η ελληνική οικονομία από τον φαύλο κύκλο: α) ένα νέο σχέδιο
Μάρσαλ, β) πάγωμα του χρέους και αναστολή της αποπληρωμής των τόκων και
γ) δημιουργία ενός παράλληλου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Έκθεση του Ινστιτούτου Levy για την Ελληνική οικονομία
Στην ετήσια έκθεσή του για την
ελληνική οικονομία το Οικονομικό Ινστιτούτο Levy, που συντάχθηκε από τους Δ.Β.
Παπαδημητρίου, Μ. Νικηφόρο και G. Zezza, καταγράφει
τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις και προτείνει εναλλακτικές πολιτικές εξόδου
της Ελλάδας από την κρίση. Στο επίκεντρο της συλλογιστικής της έκθεσης είναι η
επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και η
καταπολέμηση της ανεργίας. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν
από την Τράπεζα της Ελλάδος, την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat για να αξιολογήσουν τα
αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων πολιτικών ενώ και για τα τέσσερα εναλλακτικά
σενάρια που προτείνουν για την ελληνική οικονομία προβαίνουν στην αξιολόγηση
των επιπτώσεών τους μέσω του μακροοικονομικού μοντέλου LIMG (Levy Macroeconomic
Model for Greece), για να καταλήξουν εν τέλη στο ποιο μείγμα πολιτικής θα ήταν
το πιο ωφέλιμο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Ενδεικτική για τα ευρήματα της
έκθεσης είναι η πρώτη παράγραφος της εισαγωγής της στην οποία αναφέρεται: «Στις
πιο πρόσφατες εξαγγελίες από τις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη και το Βερολίνο
διακηρύχθηκε το τέλος της κρίσης και της ύφεσης, ενώ επαινείται η Ελλάδα για το
ότι επιτέλους κατάφερε να αναστρέψει την οικονομική της κατάσταση. Είναι άξιο
απορίας λοιπόν το αν και κατά πόσο αυτοί που εξήγγειλαν τα παραπάνω
παρακολουθούν τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις και τον περιορισμό των
πολιτικών επιλογών που υφίστανται στην Ελλάδα».
Στο 175% το χρέος
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η
αποτυχία των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα είναι
θεαματική και ο στόχος της μείωσης του λόγου ΑΕΠ προς δημόσιο χρέος ευθέως
πλέον παρομοιάζεται με την προσπάθεια κάποιου να πιάσει μια οφθαλμαπάτη. Αυτό
είναι έκδηλο αν κανείς λάβει υπ' όψιν του ότι ο λόγος αυτός είναι στο 175%, ενώ
η τιμή του ίδιου αυτού λόγου ήταν 125% στην απαρχή της οικονομικής κρίσης προ
τετραετίας. Αυτή η τιμή (125%) μάλιστα υφίσταντο πριν από οποιαδήποτε «διάσωση»
από τη μεριά των δανειστών και πριν από το «κούρεμα» του χρέος, το οποίο είναι
και το μεγαλύτερο που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο.
Η μάστιγα της ανεργίας
Η ανάλυση των δεδομένων για την
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ξεκινάει με τη ρητή αναφορά στη «μάστιγα»
της ανεργίας που έχουν επιφέρει οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής
υποτίμησης. Πιο συγκεκριμένα, τα σημαντικότερα ευρήματα αφορούν τους επισήμως
καταγεγραμμένους ανέργους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά 84.128 από τον Ιανουάριο ώς
τον Οκτώβριο του 2013 για να φτάσουν στο σύνολο τους 1.387.500, επίπεδο που
συνιστά ιστορικό υψηλό όλων των εποχών για την Ελλάδα. Περαιτέρω και σε σχέση
με τον επικοινωνιακό θόρυβο που έγινε το περασμένο καλοκαίρι αναφορικά με την
αύξηση των τουριστικών ρευμάτων προς την Ελλάδα, παρατηρούν ότι στον
συγκεκριμένο κλάδο οι άνθρωποι που εργάστηκαν ήταν κατά 9.300 λιγότεροι σε
σχέση με το 2012.
Οι επιπτώσεις της εσωτερικής
υποτίμησης
Η στρατηγική της εσωτερικής
υποτίμησης που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα σχετίζεται με την
προσπάθεια αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και
ενίσχυσης του εξαγωγικού εμπορίου μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας ανά
μονάδα προϊόντος. Η υλοποίηση της ανωτέρω στρατηγικής, με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ,
επέφερε μειώσεις σε ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς της τάξεως του 23%
και 27,8% αντίστοιχα από το 2010. Η εν λόγω στρατηγική κρίνεται ως
αποτελεσματική σε ό,τι αφορά τις μειώσεις μισθών, ωστόσο σημειώνεται ότι δεν
παρατηρήθηκε αντίστοιχη επίπτωση στο επίπεδο των τιμών. Παρ' όλα αυτά, τα
αποτελέσματα σε σχέση με την προσπάθεια εξισορρόπησης του εμπορικού ισοζυγίου
ήταν θετικά, καθώς το έλλειμμα μειώθηκε από 45,8 δισ. ευρώ το 2008 σε 16,9 δισ.
ευρώ τον Νοέμβριο του 2013. Η μείωση αυτή βέβαια προκύπτει λόγω της ραγδαίας
μείωσης των εισαγωγών κατά 18,8 δισ. ευρώ και όχι από την οριακή αύξηση των
εξαγωγών κατά 2,7 δισ. ευρώ.
Μετά την ανάλυση των δεδομένων
της Eurostat για το ελληνικό εμπόριο, διατυπώνεται στην έκθεση το εξής
συμπέρασμα: «Η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου όπως και η
αύξηση των εξαγωγών σε καμία περίπτωση δεν προκύπτουν λόγω βελτίωσης της
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που επιχειρήθηκε να επιτευχθεί μέσω
του αποπληθωρισμού των μισθών, αλλά λόγω του ότι η εξαγωγική δραστηριότητα
αφορούσε την πώληση κατά κύριο λόγο πετρελαϊκών προϊόντων σε χώρες εκτός
Ευρωζώνης, σε μια περίοδο κατά την οποία η τιμή του πετρελαίου αυξανόταν και το
ευρώ διατηρούσε μια ισχυρή συναλλαγματική θέση έναντι του δολαρίου». Τέλος,
καταλήγουν στο ότι η αύξηση των εξαγωγών πετρελαϊκών υποπροϊόντων μπορεί να
έχει θετικά αποτελέσματα μόνο βραχυπρόθεσμα, καθώς η χώρα καθίσταται ευάλωτη σε
πιθανές διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, όπως επίσης και στο ότι οι
δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να λειτουργήσουν διεγερτικά στην κατεύθυνση
της δημιουργίας θέσεων εργασίας και μεγέθυνσης της οικονομίας.
Η αποκατάσταση της
ανταγωνιστικότητας είναι ένας από τους κύριους στόχους του προγράμματος
δημοσιονομικής προσαρμογής της τρόικας, η οποία, ωστόσο, στοχεύει στην επίτευξη
αυτού του αποτελέσματος με «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή με τη μείωση του
κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και ελπίζοντας ότι οι χαμηλότεροι μισθοί
θα επιφέρουν μειώσεις τιμών για τα ελληνικά προϊόντα και αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Μέχρι στιγμής, η ευμεγέθης μείωση των μισθών δεν έχει ακολουθηθεί από μια
ανάλογη μείωση των τιμών και έχει, ως εκ τούτου, δημιουργήσει μόνον αύξηση των
περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Δεδομένου, ότι αυτή η αύξηση δεν έχει
συνοδευτεί από αντίστοιχες αυξήσεις των επενδυτικών, το καθαρό αποτέλεσμα ήταν
η μαζική πτώση της εγχώριας ζήτησης.
Οι επιπτώσεις της λιτότητας
Χρησιμοποιώντας στοιχεία που
δημοσιεύθηκαν ώς και το τρίτο τρίμηνο του 2013 και λαμβάνοντας υπ' όψιν όλους
τους αντίστοιχους δείκτες, η έρευνα καταλήγει στο ότι οι αισιόδοξες, όπως τις
χαρακτηρίζει, προβλέψεις του ΔΝΤ για επίτευξη θετικού ρυθμού μεγέθυνσης της
ελληνικής οικονομίας της τάξεως του 0,6 % για το 2014, μετά από έξι χρόνια
βαθιάς ύφεσης, είναι απίθανο να γίνουν πραγματικότητα. Επίσης, με βάση τα
δεδομένα για τους διαφόρους τομείς δραστηριότητας, διαβλέπουν όντως μείωση του
ελλείμματος, αλλά θεωρούν ότι η αξίωση που έχει η κυβέρνηση για την επίτευξη
πρωτογενούς πλεονάσματος θα αποδειχθεί ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα
άλλο παρά ευσεβής πόθος, εκτός αν ληφθούν και νέα μέτρα λιτότητας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει
η ανάλυση που γίνεται για τη μείωση των κρατικών δαπανών που αναμένεται να
είναι περιορισμένη κατά 8 δισ. ευρώ το 2013 σε σχέση με το 2012. Οι μειώσεις
αυτές προέρχονται κατά κύριο λόγο από περικοπές κοινωνικών παροχών (5,4 δισ.
ευρώ) και μειώσεις αποζημιώσεων εργαζομένων (2,7 δισ. ευρώ). Ακόμα, οι
προβλέψεις για την επίπτωση των πολιτικών λιτότητας είναι ότι τόσο η ανεργία θα
συνεχίσει να έχει αυξητικές τάσεις έως και το 2015 όσο και το δημόσιο χρέος, το
οποίο θα φτάσει στο 208,02% του ΑΕΠ για το έτος 2015.
Τέλος, το πρώτο μέρος της μελέτης
κλείνει με την εξής ενδεικτική φράση:
«Η κυβέρνηση φαίνεται πως θα
επιτύχει τους στόχους της για το έλλειμμα, αλλά ταυτόχρονα θα αποτύχει
παταγωδώς στην αποκατάσταση της μεγέθυνσης και της απασχόλησης για τα επόμενα
δύο χρόνια».
Ινστιτούτο Levy: Εναλλακτικές
πολιτικές για την Ελλάδα
Α. Ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ
Η πρόταση αυτή συνεπάγεται αύξηση της κρατικής κατανάλωσης και των επενδύσεων
που χρηματοδοτούνται από ειδικά κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
(ΕΤΕ) ή οποιοδήποτε άλλο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ποσό αυτής της
εξωγενούς δημοσιονομικής βοήθειας -που έχει συζητηθεί σε πολλές συνόδους της
Ευρωζώνης- έχει υποθετικά υπολογιστεί σε 30 δισ. ευρώ και χρησιμοποιείται
αναλογικά περίπου κατά 2,5 δισ. ευρώ κάθε τρίμηνο. Αυτό κατά το Ινστιτούτο Levy
θα βοηθούσε στη βελτίωση του συνολικού εξωτερικού ισοζυγίου, χωρίς αύξηση του
δημόσιου ελλείμματος ή χρέους, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά δεν θα είναι
απαιτητά.
Η αρχική επίδραση των κινήτρων
αυτών θα μπορούσε να φέρει ισχυρή μεγέθυνση του ΑΕΠ, αν και η άμεση επίπτωση
στην απασχόληση θα ήταν περιορισμένη, καθώς η απασχόληση τείνει να υστερεί επί
της αύξησης της παραγωγής. Το ινστιτούτο εκτιμά ότι μετά από τρία χρόνια αυτή η
πολιτική που δεν στοχεύει απευθείας στην απασχόληση θα δημιουργούσε περίπου
130.000 θέσεις εργασίας, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο θα κρατούσε το σύνολο του
χρέους ανέγγιχτο και θα συνέχιζε να πληρώνει τους τόκους.
Β. Πάγωμα του χρέους και
αναστολή της αποπληρωμής των τόκων Σε αυτό το σενάριο γίνεται η
υπόθεση ότι όλες οι πληρωμές τόκων από την κυβέρνηση θα ανασταλούν και τα
ισοδύναμα κονδύλια θα χρησιμοποιηθούν για την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων
και την υποστήριξη της άμεσης δημιουργίας θέσεων εργασίας. Οι συγγραφείς
υποθέτουν ότι οι πιστωτές θα συμφωνούσαν να ανανεώσουν ληξιπρόθεσμα χρέη λόγω
του ότι η βιωσιμότητα της οικονομίας καθίσταται όλο και πιο σίγουρη όταν η
μεγέθυνση αποκαθίσταται από ό,τι όταν μια οικονομία αγωνίζεται να εξέλθει από
τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση. Η αγοραία αξία των δημόσιων υποχρεώσεων θεωρούν ότι
δεν θα μειωθεί ανεξέλεγκτα και έτσι η επίδραση στην κατανάλωση από τις
αναμενόμενες απώλειες κεφαλαίου θα είναι περιορισμένη.
Η αναστολή πληρωμής των τόκων
συνεπάγεται πτώση στο εισόδημα των ομολογιούχων, ωστόσο καθώς τα ίδια κεφάλαια
θα δαπανηθούν για δημόσιες επενδύσεις και κατανάλωση, θα παράξουν περισσότερο
εισόδημα για χαμηλόμισθους ή ανέργους, συνεπώς το καθαρό αποτέλεσμα για τον
ιδιωτικό τομέα θα είναι θετικό.
Γ. Η δημιουργία ενός
παράλληλου χρηματοπιστωτικού συστήματος Λαμβάνοντας υπόψη τα
αποτελέσματα στον τομέα των εξαγωγών της ελληνικής οικονομίας, η εισαγωγή ενός
παράλληλου χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν θα πρέπει να αποσκοπεί κατά κύριο
λόγο στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας των τιμών, αλλά στην αποκατάσταση
της ρευστότητας στην εγχώρια αγορά, στην επανεκκίνηση των επενδύσεων, στην
παροχή ρευστότητας για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, χωρίς έξοδο από το
ευρώ και τη διατήρηση των σημερινών συμφωνιών για το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Αυτές οι οικονομικές ρυθμίσεις
είναι γνωστά όργανα στα δημόσια οικονομικά και έχουν χρησιμοποιηθεί από τις
κυβερνήσεις των ΗΠΑ, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την Καλιφόρνια. Ομοίως, όπως
περιγράφεται σε έκθεση της UBS, είχαν χρησιμοποιηθεί από την ελληνική κυβέρνηση
το 2010, στο ποσό των 5,5 δισ. ευρώ με μηδενικό τοκομερίδιο, τα γνωστά
«pharma-bonds» για να ρυθμίστουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φαρμακευτική
βιομηχανία, η οποία απειλούσε να σταματήσει την πώληση φαρμάκων στη χώρα εάν
δεν καταβάλλονταν τα χρωστούμενα. Μάλιστα τα εν λόγω ομόλογα είχαν όλα τα
χαρακτηριστικά κανονικών ομολόγων, καθώς ήταν και διαπραγματεύσιμα στο
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, ενώ είχαν και ίδιους όρους με το υπόλοιπο ελληνικό
χρέος.
Το νέο οικονομικό σύστημα, όπως
προτείνεται από το Levy Institute θα συνεπάγεται την έκδοση κρατικών ομολόγων
μηδενικού τοκομεριδίου (χωρίς πληρωμή τόκων), διαρκή (χωρίς αποπληρωμή του
κεφαλαίου, μη εξαργυρώσιμα που έτσι δεν θα αυξάνουν το χρέος) και τα οποία θα
είναι μεταβιβάσιμα. Τα ομόλογα αυτά θα πρέπει να υποστηρίζονται από τα
φορολογικά έσοδα, υπό την έννοια ότι, ενώ η κυβέρνηση θα τα χρησιμοποιήσει για
να εξοφλήσει το χρέος μεταξύ αυτής και των πιστωτών της, θα γίνονται δεκτά pari
passu (με ίδιους όρους) σε διακανονισμούς των φορολογικών υποχρεώσεων του
ιδιωτικού τομέα. Τα νέα ομόλογα -τα οποία στην έκθεση του ινστιτούτου
αποκαλούνται Geuro- θα πρέπει να είναι μετατρέψιμα μόνο προς μία κατεύθυνση,
από ευρώ σε Geuro για να αποφευχθούν κερδοσκοπικές επιθέσεις και να περιοριστεί
η χρήση τους μόνο στις εγχώριες αγορές, όπως και για να μειωθεί η πιθανότητα
μεταφορών καταθέσεων σε ευρώ εκτός της χώρας.
Τα οφέλη μιας τέτοιας πολιτικής
πρωτοβουλίας θα ήταν η εκμηδένιση του εγχωρίου χρέους, η πληρωμή επιδομάτων
ανεργίας και μέρους των μισθών του δημοσίου τομέα. Μάλιστα, με βάση στοιχεία
της Τραπέζης της Ελλάδος, υπολογίζεται το χρηματικό όφελος από την έκδοση των
εν λόγω ομολόγων, το οποίο ανέρχεται σε 14 δισ. ευρώ για τα έντοκα χρέη του Δημοσίου
και οι κρατικές δαπάνες σε ευρώ θα είναι λιγότερες κατά 18 δις, προσεγγιστικά.
Το Levy Institute προκρίνει τον
συνδυασμό του παράλληλου χρηματοπιστωτικού συστήματος με ένα Πρόγραμμα
Εγγυημένης Εργασίας, με σκοπό την άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας. Η
συλλογιστική που αναπτύσσεται στην έκθεση είναι ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να
παρέχει εργασία με έναν ελάχιστο μισθό, με σκοπό τη δημιουργία δημοσίων αγαθών,
σε οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να εργαστεί. Έτσι, με τον κατώτατο μισθό που
έχει επιβληθεί από την τρόικα (586 ευρώ), για 550.000 εργαζόμενους συνεπάγονται
ετήσιες καταβολές της τάξεως των 7,5 δισ. ευρώ πόσο όμως το οποίο θα
καταβάλλεται σε Geuro. Επίσης, είναι σημαντικό να προστεθεί ότι αυτές οι
προσλήψεις θα δημιουργήσουν εμμέσως ακόμα 156.000 θέσεις εργασίας,
προσεγγιστικά, όπως επίσης και Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία της τάξεως των 12
δισ. Geuro (που υπολογίζεται με τη χρήση χρηματοπιστωτικού πολλαπλασιαστή). Τα
κυβερνητικά έσοδα επίσης θα αυξηθούν κατά 4 δισ. Geuro, οπότε το συνολικό
κόστος του προγράμματος υπολογίζεται σε 3,5 δισ. Geuro. Τέλος, το ΑΕΠ
υπολογίζεται από τους συγγραφείς να αυξηθεί μόνο την πρώτη χρονιά της εφαρμογής
του προγράμματος αυτού κατά 7%.
Αντί επιλόγου, αξίζει να
σημειωθεί, όπως ρητά αναφέρεται και στην έκθεση του Οικονομικού Ινστιτούτου
Levy, ότι στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία και
κοινωνία μόνο ριζοσπαστικές λύσεις στήριξης της κοινωνίας είναι αυτές που θα
μπορούσαν να βγάλουν την ελληνική οικονομία από τον φαύλο κύκλο.
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου