Τι ώρα ξεκίνησε η μάχη του Μαραθώνα- πρωί, όπως οι περισσότερες μάχες
στην αρχαιότητα - ή απόγευμα; Ποιο δρόμο επέλεξαν οι Αθηναίοι για να
φθάσουν στο πεδίο της μάχης; Πόσους μαχητές διέθεταν οι Έλληνες και
πόσους στρατιώτες οι Πέρσες; Πήραν μέρος και οι δούλοι; Πόσο χρόνο
κράτησε η μάχη που έκρινε την τύχη όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της
Ευρώπης; Ποια ήταν η στρατηγική της επίθεσης; Πόσοι ήσαν οι νεκροί
εκατέρωθεν; Πού τάφηκαν οι πεσόντες Αθηναίοι; Πόσοι αγγελιοφόροι
μετέφεραν το μήνυμα της νίκης στην Αθήνα; Ποια ήταν τα αναθήματα της
νίκης;
Σε αυτά και σε άλλα τόσα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει
το βιβλίο με τίτλο «Η μάχη του Μαραθώνα» και υπότιτλο «Ιστορική και
τοπογραφική προσέγγιση», του φιλόλογου, ιστορικού και αρχαιολόγου
Χρήστου Διονυσόπουλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καπόν.
Σε
αυτή την έκδοση μεγάλου σχήματος 217 σελίδων, ο συγγραφέας, αφού
μελέτησε 669 συγγραφείς, 913 άρθρα και βιβλία, αποτολμά να συμπληρώσει
τα κενά που άφησε για τη μεγάλη μάχη ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του. Ο
μελετητής παραθέτει όλες τις μαρτυρίες της αρχαιότητας αλλά και της
νεοτερικότητας, όλα τις πηγές, όλες τις εκτιμήσεις , όλα τα ενδεχόμενα,
όλες τις ερμηνείες και, όταν έχει δεμένη την δική του εκδοχή, καταλήγει
στο συμπέρασμά του.
Είναι ένα πόνημα που διδάσκει ιστορία και
ερευνητική μεθοδολογία: Με βάση τη χρονολόγηση από το αττικό και
σπαρτιατικό ημερολόγιο, στις 2 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. το απόγευμα οι
Πέρσες άρχισαν την απόβαση αφού το πρωί της ίδιας μέρας συνήλθε στην
Αθήνα η Εκκλησία του Δήμου και αποφάσισε να σταλεί έκκληση βοήθειας από
τους Σπαρτιάτες. Στις 3 Σεπτεμβρίου το πρωί έφθασε στη Σπάρτη ο
Φειδιππίδης μεταφέροντας το αίτημα των Αθηναίων , ενώ το απόγευμα
έφθασαν οι Πλαταιείς. Στις 5 Σεπτεμβρίου ενημερώθηκαν οι στρατηγοί για
την σπαρτιατική απάντηση, στις 9 Σεπτεμβρίου είχε πανσέληνο, στις 10
Σεπτεμβρίου το απόγευμα αναχώρησαν οι Σπαρτιάτες για τη μάχη, στις 12
Σεπτεμβρίου το απόγευμα προς το δειλινό έγινε η μεγάλη μάχη. Και στις 14
Σεπτεμβρίου το απόγευμα έφθασαν οι Λακεδαιμόνιοι όταν οι Αθηναίοι είχαν
κατατροπώσει τον εχθρό…
Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στον αριθμό των
δυνάμεων εκάστης πλευράς- ίσως για να μην υιοθετήσει τις υπερβολές της
αθηναϊκής παράδοσης, επισημαίνει ο συγγραφέας. Ωστόσο άλλοι ιστορικοί
της ρωμαϊκής εποχής πληροφορούν ότι οι Πέρσες παρέταξαν περίπου 100.000
πεζούς και 10.000 ιππείς, γεγονός που συνάδει με το επίγραμμα του
Σιμωνίδη για 90.000 ηττημένους Μήδους.
Επειδή ο περσικός κίνδυνος
απειλούσε την ύπαρξη όλων- ελεύθερων και μη- οι Αθηναίοι , με απόφαση
της Εκκλησίας του Δήμου, ψήφισαν την απελευθέρωση των δούλων και τους
επιστράτευσαν υιοθετώντας πρόταση του Μιλτιάδη. Πολλοί από τους δούλους
ήταν πρώην αιχμάλωτοι πολέμων και άρα διέθεταν πολεμική πείρα , επιπλέον
δε οι «οικογενείς» είχαν δεδομένη την αφοσίωσή τους κυρίους τους οπότε
ήταν φυσικό να θεωρηθούν έμπιστοι. Αντιθέτως, δεν επιστρατεύθηκαν οι
θύτες, που ήταν ακτήμονες, άποροι οι οποίοι, ελλείψει πόρων, δεν
διέθεταν βαρύ οπλισμό, για αυτό κρίθηκαν ακατάλληλοι να συμμετάσχουν στη
μάχη.
Όσον αφορά τον ακριβή χρόνο της μάχης, ο συγγραφέας είναι
αναλυτικότατος: Στις 12 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. ο ήλιος έδυσε στις
7μ.μ. και στις 8 μ.μ. περίπου βράδιασε. Τα άλογα τα πήγαιναν οι Πέρσες
στους στάβλους τους στις 5 μ.μ. περίπου, όπως συμβαίνει και σήμερα στα
ιπποφορβεία. Άρα, η αποχώρηση των ιππέων από το χώρο παράταξης πρέπει να
έγινε στις 4 μ.μ. περίπου για να τα προφυλάξουν από τυχόν νυχτερινή
επίθεση των Ελλήνων. Ο Μιλτιάδης μόλις έμαθε από Ίωνες πληροφοριοδότες
ότι τα άλογα δέθηκαν στις φάτνες τους, έδωσε τη διαταγή για την ελληνική
επίθεση κατά του περσικού πεζικού. Οι πεζικάριοι και οι τοξότες
αιφνιδιάστηκαν από τη μανιασμένη ορμή των Ελλήνων οι οποίοι διέτρεξαν
απόσταση 1.500 μέτρων τρομοκρατώντας τον εχθρό.
Σύμφωνα με το
Ηρόδοτο και πλειάδα πηγών, στη μάχη εφαρμόσθηκε το δόγμα της «δρομαίας
εφόδου» που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως στρατιωτική τακτική. Οι
Πέρσες θεώρησαν την επίθεση ως τρέλα γιατί οι Έλληνες δεν διέθεταν ούτε
ιππικό μήτε τοξότες. Ο Μιλτιάδης είχε ενισχύσει τα δύο άκρα του
σχηματισμού αφήνοντας το κέντρο ασθενέστερες δυνάμεις. Έτσι, η
αντεπίθεση των Περσών είχε ως αποτέλεσμα να αναγκάσει τις ελληνικές
δυνάμεις σε υποχώρηση προς το στενό εγκλωβίζοντας όμως τον περσικό
σχηματισμό, με τις δύο ακραίες πτέρυγες των Ελλήνων να επιστρέφουν
δριμύτερες.
Στη σημερινή περιοχή Μεσοπορίτισσα έσπευσε για
ενίσχυση το αργοπορημένο περσικό ιππικό, καθώς και άλλες μηδικές
δυνάμεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εκεί κάμφθηκε η τελευταία αντίσταση των
Περσών και άρχισε η δραματική καταδίωξή τους. Οι περισσότεροι Πέρσες
βρήκαν καταφύγιο στα πλοία καθώς έπεσε ο ήλιος και οι Έλληνες
σταμάτησαν. Η μάχη διήρκησε 2,5 περίπου ώρες. Ξεκίνησε από τη περιοχή
Σωρός, συνεχίστηκε στο στενό της πεδιάδας και τελείωσε στη
Μεσοσπορίτισσα. Η καταδίωξη κράτησε μισή ώρα περίπου από τις 7.30 μ.μ.
έως τις 8 μ.μ. γεγονός που επέτρεψε τη σχετικά ακώλυτη επιβίβαση των
Περσών στις τριήρεις.
Πρόκειται για μια μελέτη γύρω από τη μάχη
των μαχών η οποία , εδώ και αιώνες, δεν έπαψε να απασχολεί τους
ειδικούς. Απόδειξη του αδιάπτωτου παγκόσμιου ενδιαφέροντος της μάχης
είναι ότι δεν υπάρχει χρονιά που να μην δημοσιεύονται σχετικά έργα για
μια νίκη ελληνική που αποδείχθηκε κοσμοϊστορική…
Πηγή: enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου