Η αρχαιολογία της αρχαιολογίας:
εικόνες και αναμνήσεις από τις παλιές ανασκαφές τις Αρχαίας Πέλλας
Μεταξύ των ετών 1957 και 1959,
όταν κατασκευαζόταν η 1η Μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην
Πτολεμαΐδα, ο πατέρας μου Γεώργιος Κ. Παπακωνσταντίνου,
αντιπρόσωπος της Brown Boveri & Cie, είχε αναλάβει την εγκατάσταση του
εξοπλισμού παραγωγής ρεύματος στη μονάδα αυτή και ανέβαινε συχνά πυκνά στη
Μακεδονία. Πολλές φορές έπαιρνε μαζί τη μητέρα μου κι εμένα και μας άφηνε στη
Θεσσαλονίκη, ώσπου να κάνει τις δουλειές του. Το 1959 όμως, μας πήρε μαζί σε
μια περιοδεία στις περιοχές από τη Θεσσαλονίκη προς Έδεσσα, Κοζάνη κ.λπ. Η
περιοδεία αυτή υπήρξε μοιραία για μένα: επισκεφθήκαμε την Αρχαία Πέλλα, όπου
μόλις είχε αναδυθεί από τα χώματα ο Ποσειδών, το πασίγνωστο πια
χάλκινο αγαλμάτιο, αντίγραφο του Ποσειδώνος του Λατερανού, που βρέθηκε σε
άριστη κατάσταση και έκανε το μπάνιο του σε μια λεκάνη για να απαλλαγεί από τα
περιττά άλατα που είχαν κολλήσει στο σώμα του.
Και πράγματι… Τι γύρευα εκεί
πάνω; Η ζωή στην ανασκαφή ήταν κάτι το τελείως ξεχωριστό. Χωρίς ηλεκτρικό,
χωρίς νερό τρεχούμενο, με μία τούρκικη λεκάνη για 15 άτομα επί 24ώρου βάσεως,
αλλά και με 70 περίπου εργάτες κατά τη διάρκεια της ημέρας και ένα
καζανάκι, που δεν είχε σχεδόν ποτέ νερό… Και για παρέα; Σύννεφο το κουνούπι,
μπόλικα συμπαθέστατα ποντικάκια και φυσικά ο Μπούλης μας, το σκυλάκι με το
μονόκλ…
* * *
Οι ανασκαφές άρχισαν το 1957, επί
τη ευκαιρία εργασιών στο υπόγειο της οικίας Βασίλη Στεργιούλα, όπου βρέθηκε ένα
τμήμα κίονος. Η οικία κατεδαφίστηκε και τότε αποκαλύφθηκε το πασίγνωστο πια περιστύλιο. Διευθυντής των
ανασκαφών ήταν ο Χαράλαμπος Ι. Μακαρόνας,
ο οποίος τις ανέλαβε αρχικά μαζί με τον Φώτη Πέτσα, αλλά μετά συνέχισε μόνος
του. Όλα αυτά περιγράφονται εκτενώς στα χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου 16
του 1960 και στο Πέλλα 1.
Όταν έφτασα εκεί, οι ανασκαφές
ήταν σε πλήρη εξέλιξη: είχαν αποκαλυφθεί τα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα. Ο δε
κυρ-Βασίλης ήταν, μαζί με τον κυρ-Χρήστο
Τριφτίδη, φύλακας στην ανασκαφή. Δυστυχώς δεν υπάρχει φωτογραφία του
κυρ-Βασίλη, καθότι σπανίως έβγαινε από το φυλάκιο.
Κύριο πρόσωπο, όμως, της
ανασκαφής, κι ας με συγχωρέσουν για την προτίμηση ο Μακαρόνας (εκεί ψηλά όπου
είναι) και οι τότε συνάδελφοι, αλλά νομίζω πως όλοι θα συμφωνούσαν, ήταν φυσικά
ο Απόστολος
Κοντογιώργης, ο συντηρητής που μιλούσε με τον δικό του τρόπο. Ποιος μπορεί να
τον ξεχάσει όταν «μαλώσει-θυμώσει», όταν θύμωνε δηλαδή και απειλούσε πως θα μας
μαλώσει, ή ποιος να ξεχάσει τις άγριες φωνές του όταν ένας ποντικός του δάγκωσε
τ’ αυτί την ώρα που κοιμόταν! Όταν όμως έτρωγε και χόρταινε με τα φαγητά του κυρ-Θανάση
του μάγειρα, τότε έτριβε το στομάχι του ευχαριστημένος και έλεγε, δείχνοντας
την ανασκαφή: «Τώρα φαμ’ φαμ’, μετά πέτς-κόκλ (πέτρες-κόκαλα)» -εννοώντας ότι
τώρα ας φάμε, γιατί μετά θα γίνουμε μια μέρα πέτρες και κόκκαλα όπως αυτά της
ανασκαφής…
Μετά ήρθε η Ρώξη. Ο Μακαρόνας δεν έκανε
μόνο αρχαιολογικές ανακαλύψεις, αλλά και άλλες, ζωντανές: ένα αδέσποτο
γαϊδουράκι, μόλις μερικών ημερών, που το βρήκε στην Ακρόπολη της Πέλλας και
έγινε η σταρ της ανασκαφής (βλ. άρθρο εφημερίδας) και η τέρψη των τουριστών. Το
όνομά της, φυσικά, Ρωξάνη και, για τους φίλους, Ρώξη. Θετή μαμά της, εγώ.
Μεγάλωνε γρήγορα απολαμβάνοντας το καθημερινό της μπιμπερό και τα χάδια όλων,
αλλά αυτός που δεν της άρεσε ήταν ένας χωροφύλακας που υπηρετούσε μέσα στον
αρχαιολογικό χώρο: ήταν ο μόνος τον οποίον κλώτσησε! «Ζώο με διαίσθηση», είπε
τότε ο Μακαρόνας, μάλλον υπονοώντας ότι η Ρωξάνη μυριζόταν πως ο χωροφύλακας
ήταν προς το τέλος σχεδόν κάθε μέρας φέσι… Μια απουσία μου όμως μόνο μερικών
ημερών υπήρξε μοιραία για τη Ρώξη. Μου κόστισε πάρα πολύ. Δεν θα την ξεχάσω
ποτέ.
Εκτός από τα μεθύσια του
χωροφύλακα, υπήρχαν κι άλλα απρόοπτα, όπως ο τεραστίων διαστάσεων
σαρανταπόδαρος που είχε μπει μέσα στο παντελόνι μιας από τις κοπέλες που
έπλεναν τα όστρακα, ή το ποντίκι που αυτοκτόνησε πέφτοντας από την καμινάδα
μέσα στη χύτρα όπου έβραζε νερό ο κυρ-Θανάσης για να ρίξει μακαρόνια…
Και μια και είπα για το νερό, μια
μικρή παρένθεση: το τρεχούμενο νερό στην ανασκαφή ήρθε αργά. Η περίφημη τουλούμπα,
το αρτεσιανό φρέαρ που διατηρείται μέχρι σήμερα, τροφοδότησε με τρεχούμενο νερό
τον ανασκαφικό χώρο το 1968. Ως τότε γεμίζαμε κουβάδες και καζάνια από την
τουλούμπα. Το νερό αποδείχθηκε όχι μόνο πεντακάθαρο, αλλά ήταν, όπως έδειξαν οι
αναλύσεις, σχεδόν σαν απεσταγμένο.
Ας επανέλθω όμως στα γεγονότα…
Μεγάλη αναστάτωση στην ανασκαφή υπήρξε το «χατί», δηλαδή το «χαρτί»
(=δίπλωμα, στη γλώσσα του Απόστολου). Κάποια στιγμή μας ήρθε μια κοπέλα με
συστάσεις, η Νίκη
Αγγελικούση, σπουδαγμένη στη Φλωρεντία με «χατί» συντηρήτριας. Ε, αυτό
ήταν. Τέτοιο ήταν το μένος του Απόστολου (που βέβαια δεν είχε «χατί»), ώστε ο
Μακαρόνας αναγκάστηκε να της βρει δικό της χώρο, μακριά από το βασίλειο του
Απόστολου… κι έτσι ηρέμησε η ανασκαφή, φαινομενικά όμως μόνο, γιατί το γεμάτο
τσαντίλα μάτι του παραμόνευε ακούραστα!
Μια άλλη περιπέτεια, ήταν η
παραγγελία του έκτυπου του ψηφιδωτού με
το Κυνήγι του Λιονταριού. Η καλλιτέχνις Σγουρού-Σπεράντζα παρήγγειλε ένα έκτυπο
του ψηφιδωτού, με σκοπό να κάνει κάποιο έργο. Το να βγει έκτυπο δεν ήταν τόσο
απλό, δεδομένου ότι το ψηφιδωτό ήταν πολύ μεγάλο και δύσκολα μπορούσαν να
γίνουν εργασίες. Τελικά, κάτι έγινε…
Υπήρξε και η …Ινδική περίοδος
στην Πέλλα. Δυο Ινδοί αρχαιολόγοι, πολύ μεγαλύτεροί μας και ήδη έμπειροι
ανασκαφείς, έμαθαν, σε μας τα ανίδεα, στρωματογραφία, καθώς και πώς να
νοστιμίζουμε τα φαγητά του κυρ-Θανάση με κάρυ: κάρυ παντού, στα ρεβίθια, στα
γιουβαρλάκια, ακόμα και στα τηγανητά αυγά! Αγαπημένο τους τραγούδι το «Δυο
πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», γιατί τους θύμιζε, λέει, ινδική μουσική.
Άλλη μια περίοδος της ανασκαφής
ήταν η Ισραηλινή, με το ίδιο διακρατικό πρόγραμμα που είχαν έρθει
και οι Ινδοί. Πιο «τετράγωνοι» και πιο προσγειωμένοι, αντί για κάρυ προσπάθησαν
να μας μάθουν κάποια στοιχεία από την πανάρχαια γλώσσα τους.
Κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες στην
Πέλλα, όπου τα μεσημέρια, ώρα ανάπαυσης για όλους, ακουγόταν μέσα στην ησυχία η
μαγική μελωδία ενός φλογεροπαίχτη βοσκού, που έπαιζε, αυτοδίδακτος, τον αυλό
του Πανός. Είμαι σίγουρη πως ήταν ο ίδιος ο Πάνας με τη μορφή του σύγχρονου
βοσκού…
Οι μέρες ήταν πολύ κουραστικές,
7-12 π.μ. και 3-6 μ.μ. το ωράριο, και ο καυτός καλοκαιρινός ήλιος δεν βοηθούσε
πολύ. Όμως κάποιες επισκέψεις στα Γιαννιτσά για το καθαριστήριο, αλλά κυρίως για
το παγωτό χωνάκι που μας φάνταζε θεϊκό, ή ένα Ρίκο Φιξ στο καφενεδάκι του Αχιλλέα,
αποκαθιστούσαν την ισορροπία.
Το καφενεδάκι κτίστηκε το 1951. Ο
πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ο Βασίλης Στενημαχίτης, πατέρας του Αχιλλέα, έμεινε
όμως στην ιστορία με το όνομα του γιου. Φιλοξένησε πάρα πολύ κόσμο, κατοίκους
του χωριού, επισκέπτες που έφθαναν εκεί με το λεωφορείο (η στάση ήταν μέχρι
πρότινος ακριβώς απέναντι), και βεβαίως όλους τους αρχαιολόγους. Γι’ αυτό και
προτείνω -και το λέω όπου μπορώ- να μην κατεδαφιστεί τώρα που δεν λειτουργεί
πια, αλλά να γίνει χώρος μνήμης των αρχαιολόγων που εργάστηκαν εκεί, όπως ο
Γεώργιος Οικονόμος, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Χαράλαμπος Μακαρόνας, ο Φώτης
Πέτσας, η Μαίρη Σιγανίδου κι άλλοι.
* * *
Το βράδυ, μοναδικό θέαμα, αλλά
και γαλήνη, πρόσφερε το φεγγάρι που ξεπρόβαλε, τεράστιο και πορτοκαλί, στον
ορίζοντα της πεδιάδας.
Η Πέλλα εκείνη δεν υπάρχει πια.
Όσο για τη γαλήνη, είναι είδος εν ανεπαρκεία πάλι στις μέρες μας…
Από τα πρόσωπα δεν έχουμε πια τον
Χαράλαμπο Μακαρόνα, ούτε τον Απόστολο. Δεν ζει ούτε ο νεότατος τότε φωτογράφος
της Πέλλας, ο Σπύρος Τσαβδάρογλου.
Ήταν σπουδαίος φωτογράφος, στην Βεργίνα με τον Ανδρόνικο, αλλά και καθ’ όλη τη
διάρκεια των ανασκαφών στην Πέλλα. Πολύ νωρίς έγινε διάσημος φωτογράφος που
εργαζόταν για τους αρχαιολόγους, καθώς και φωτογράφος της Εκδοτικής Αθηνών.
Πέθανε πολύ νέος.
Από τους χώρους, παρόλο που
μερικά πράγματα διατηρήθηκαν περίπου μέχρι το 1995 (βλ. Παράρτημα), δεν
σώζεται τίποτα. Έτσι κι αλλιώς ήταν προσωρινοί. Το δε τότε νεότερο Μουσείο (το
“ενδιάμεσο”, αυτό που χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας ‘60 για να
αντικαταστήσει το παλιό),
υπάρχει ακόμα ως κτίριο, αλλά μετά τη δημιουργία του σημερινού υπερσύγχρονου μουσείου παραμένει άδειο και
κλειστό. Κατά σύμπτωση δε, ακριβώς κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτού του
ιστότοπου πληροφορήθηκα ότι και αυτό πρόκειται να κατεδαφιστεί.
Με την πάροδο μισού αιώνα, ήρθε
λοιπόν η ώρα να παρουσιάσω στους αρχαιολόγους του μέλλοντος, αλλά και στους
πολύ νέους του παρόντος, μια εγκατάσταση-φάντασμα, που υπάρχει πια μόνο στα
τρία άλμπουμ τα οποία δημιουργήθηκαν με το πάσης φύσεως υλικό που συσσωρεύτηκε
κατά τα τρία χρόνια στα οποία έλαβα μέρος στις ανασκαφές. Κάθε χρόνος κι ένα άλμπουμ,
κάθε άλμπουμ και τρεις κατηγορίες: τα αρχαιολογικά θέματα, τα θέματα που
σχετίζονται με την Βόρεια Ελλάδα γενικά (εκδρομές κ.λπ.) και τα πιο προσωπικά,
δηλαδή τα καλαμπούρια των ημερών εκείνων, οι λογαριασμοί, κάποια σκίτσα κ.λπ.
Τέλος υπάρχει και το Παράρτημα με τις φωτογραφίες των μεταλλικών αποθηκών, οι
οποίες, νότια του κεντρικού ανασκαφικού χώρου, για ένα διάστημα φιλοξένησαν
γραφεία, εργαστήρια και αποθήκες. Τίποτα απ’ όσα θα δείτε δεν υπάρχει πια.
Πρόκειται για …την αρχαιολογία της αρχαιολογίας.
Θεώρησα πως θα ήταν κρίμα όλα
αυτά να μείνουν κλεισμένα μέσα στα άλμπουμ που αργά ή γρήγορα θα έμεναν κάπου
πεταμένα και σκονισμένα, ξεχασμένοι μάρτυρες μιας ανασκαφικής περιόδου σε
μεγάλη ακμή, ανασκαφής με πολλές δεκάδες εργάτες, κατοίκους του χωριού Παλαιά
Πέλλα, των άλλοτε Αγίων Αποστόλων της Πηνελόπης Δέλτα. Αυτή
η παρουσίαση αφιερώνεται σε όλους αυτούς που δούλεψαν μες το λιοπύρι του
άδενδρου, αλλά γοητευτικού αρχαιολογικού χώρου.
Δέσποινα (Ντέπη) Παπακωνσταντίνου – Διαμαντούρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου