Τι μουσεία χρειάζεται η χώρα μας, που έχει τα περισσότερα μουσεία
πανευρωπαϊκά, αλλά με τους λιγότερους επισκέπτες; Υπάρχουν κατηγορίες
που λείπουν; Είναι επαρκή αυτά που υπάρχουν; Πώς θα κινήσουμε το
ενδιαφέρον στα δύο τρίτα των Ελλήνων να τα επισκεφθούν; Σοβαρά ερωτήματα
γυρεύουν απαντήσεις
Μουσείο μόδας, μουσείο νυφικού, μουσείο κόμικς, μουσείο υπολογιστών,
μουσείο χάμπουργκερ. Όλα μπορούν, και ταυτοχρόνως δεν μπορούν, να
ιδρυθούν, να μακροημερεύσουν. Μία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση: Η
δημιουργία τους να προκύπτει ως ανάγκη των τοπικών κοινωνιών, στις
οποίες και, εν τέλει, απευθύνονται, ή οι κοινωνίες αυτές να έχουν
πειστεί και να έχουν συμμετάσχει.
Η Τέτη Χατζηνικολάου, ιστορικός, εθνολόγος, πρόεδρος του ελληνικού τμήματος του ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) με ευδόκιμη θητεία δεκαετιών στο υπουργείο Πολιτισμού ως προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα), και η Αλεξάνδρα Μπούνια, γενική γραμματέας, επίκουρος καθηγήτρια Μουσειολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, μέλη και οι δύο του Συμβουλίου Μουσείων, ήταν κατηγορηματικές στη συνομιλία που είχαμε μαζί τους: ένα μουσείο του 21ου αιώνα οφείλει να συμβαδίζει με την εποχή μας.
Η Τέτη Χατζηνικολάου, ιστορικός, εθνολόγος, πρόεδρος του ελληνικού τμήματος του ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) με ευδόκιμη θητεία δεκαετιών στο υπουργείο Πολιτισμού ως προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα), και η Αλεξάνδρα Μπούνια, γενική γραμματέας, επίκουρος καθηγήτρια Μουσειολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, μέλη και οι δύο του Συμβουλίου Μουσείων, ήταν κατηγορηματικές στη συνομιλία που είχαμε μαζί τους: ένα μουσείο του 21ου αιώνα οφείλει να συμβαδίζει με την εποχή μας.
Όχι μουσεία για τους ειδικούς, αλλά για όλους
Τι μουσεία χρειάζεται η χώρα με τα περισσότερα μουσεία σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο και τους λιγότερους επισκέπτες; Υπάρχουν κατηγορίες που λείπουν;
Πώς μπορούμε από τη διαπίστωση να φτάσουμε στην επιτυχή κάλυψη του
κενού; Είναι επαρκή τα μουσεία που υπάρχουν; Γιατί οι επισκέπτες τους
ετησίως δεν ξεπερνούν τα 3,5 εκατομμύρια, όταν στη Νορβηγία, όπως λέει η
κ. Μπούνια, φτάνουν τα 10, διπλάσια από τον γενικό πληθυσμό της χώρας;
Πώς θα κινήσουμε το ενδιαφέρον στα δύο τρίτα και πλέον των Ελλήνων να
επισκεφθούν κάποιο μουσείο; Σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα περιστράφηκε η
συζήτησή μας.
Ένα ίδρυμα πρέπει να πληροί ορισμένα σαφή κριτήρια για να
χαρακτηρίζεται ως μουσείο. Τα ορίζει ο αρχαιολογικός νόμος και συνοπτικά
είναι να έχει συλλογές με ταυτότητα και συνοχή, να βελτιώνεται, να
παρέχει συγκεκριμένες υπηρεσίες στο κοινό και να έχει βιωσιμότητα.
Μπορούν να υπάρχουν και άλλα μουσεία, χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά.
Όμως, δεν αποκαλούνται έτσι, σύμφωνα με τον νόμο, και δεν μπορούν να
διεκδικήσουν επιχορηγήσεις και συνεργασίες με τα πιστοποιημένα.
(Συμπέρασμα δικό μας: τέρμα οι τοπικοί βουλευτές και παράγοντες που
ίδρυαν ένα δήθεν μουσείο για να πάρουν ψήφους, κοροϊδεύοντας και τον
εαυτό τους και την τοπική κοινωνία πως κάτι έκαναν. Αν δεν είναι σοβαρό,
δεν έχει εχέγγυα και δεν είναι βιώσιμο, το κράτος δεν δίνει χρήμα –
τουλάχιστον, υποτίθεται...).
Γιατί ένα μουσείο δεν έχει κόσμο; Μόλις 3,5 εκατομμύρια είναι οι
επισκέπτες ετησίως. Σε αυτούς, προσμετρώνται και οι τουρίστες. Και
σχεδόν οι μισοί, τουτέστιν 1,5 εκατ., πηγαίνουν στο Μουσείο Ακρόπολης.
Άρα;
«Τα μουσεία δεν πρέπει να γίνονται για τους ειδικούς», εξηγεί η
Αλεξάνδρα Μπούνια. «Πρέπει να υπάρχουν πολλοί δίαυλοι επικοινωνίας με
τις τοπικές κοινωνίες, όπως και για τον επισκέπτη, γενικά. Να μιλούν τη
γλώσσα του. Να του λένε ‘‘ιστορίες’’. Να τον προσελκύουν».
Τέρμα η ησυχία και η βαρεμάρα!
Γιατί, όμως, τα λαογραφικά μουσεία επί παραδείγματι, που απευθύνονται
στις τοπικές κοινωνίες, σπάνια είναι επιτυχημένα; «Μα γιατί δεν
απευθύνονται», σημειώνει η Τέτη Χατζηνικολάου. «Δεν ρώτησαν τους
κατοίκους τι θέλουν, δεν τους έβαλαν να συμμετάσχουν στο στήσιμο, στην
έρευνα, στη συγκέντρωση υλικού, να αισθάνονται το μουσείο δικό τους. Το
αποτέλεσμα; Να θέλει να κάνει κάποιος επίσκεψη και να τον αντιμετωπίζουν
σαν παρακατιανό, που ήρθε να τους λερώσει το σαλόνι».
Η κ. Μπούνια μεταφέρει την εμπειρία της από ένα βασικό στοιχείο: «Αντί
να παρακινούν τα παιδιά να σχολιάζουν μεταξύ τους τα εκθέματα, φύλακες
και καθηγητές φωνάζουν μονίμως ‘‘κάντε ησυχία’’. Γιατί να θέλει το παιδί
να ξαναπάει; Η επίσκεψη πρέπει να αποτελεί μια ευχάριστη διαδικασία,
κατά την οποία υπήρξε μεταφορά γνώσης, άσκησε το παιδί τις δεξιότητές
του και έκανε κάτι κοινωνικό περνώντας καλά. Συχνά, ο νεαρός επισκέπτης
απογοητεύεται, πλήττει ή βαριέται. Η Ιστορία δεν είναι fast food για να
καταναλώνεται στο fast learning. Θέλει προετοιμασία, συνέχεια, επιμονή,
αλλά, πάνω απ’ όλα, γοητευτικούς τρόπους προσέγγισης και επαφής».
Ναι στο ψηφιακό παιχνίδι
«Άραγε, τι αναντικατάστατο έχει ένα μουσείο;» ρωτάμε. «Την εγγύτητα με
αντικείμενα που όταν βρίσκονταν σε χρήση η βιολογική παρουσία του
επισκέπτη ήταν αδύνατη», λέει η κ. Μπούνια. «Επί παραδείγματι, πάω στο
Εθνολογικό Μουσείο να δω το σπαθί του Κολοκοτρώνη. Δεν τον συνάντησα
ποτέ και ο ίδιος δεν υπάρχει τώρα. Άρα, πηγαίνω ώστε να βρεθώ κοντά σε
κάτι που ο ίδιος κράτησε κάποτε».
Η τεχνολογία δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μπορεί, ωστόσο, να κάνει άλλα
θαύματα. Απλώς, χρειάζεται μια ισορροπία. «Δεν είναι δυνατόν να έχουμε
παντού οθόνες αφής, δίπλα στα αληθινά, ‘‘ζωντανά’’ εκθέματα», είναι η
άποψη της Τέτης Χατζηνικολάου. Οι δυο συνομιλήτριές μας, που
συνεργάζονται στενά, αλληλοσυμπληρώνονται σε όλη τη διάρκεια της
κουβέντας μας. «Από την άλλη», λέει η κ. Μπούνια, «προγράμματα όπως το
google art, στο οποίο είναι και ελληνικά μουσεία, βοηθούν να
προετοιμαστούμε. Διεθνώς, όσο πιο πολύ βλέπεις ψηφιακά ένα έργο τέχνης,
μια συλλογή, τόσο παρακινείσαι να το επισκεφθείς στ’ αλήθεια. Ο ψηφιακός
κόσμος ανοίγεται τώρα μπροστά μας και είναι βασικό να κάνουμε πολλά
προγράμματα. Η Ελλάδα το έχει. Δεν πρέπει να χάσει αυτό το παιχνίδι».
Πώς, όμως, μπορούμε να βρούμε τι λείπει από την Ελλάδα ως προς κάποια είδη μουσείων;
«Με ενδελεχή έρευνα για το τι ακριβώς θέλει το κοινό, ώστε να είναι
δυνατή η υποστήριξή του. Αλλιώς, ματαιοπονούμε», λένε με ένα στόμα και
οι δύο.
Τιμώμενο μουσείο φέτος των Δελφών
Οι κ. Χατζηνικολάου και Μπούνια μας ενημέρωσαν ότι το φετινό τιμώμενο
μουσείο για τη Διεθνή Μέρα Μουσείων (18 Μαΐου) θα είναι το Μουσείο
Δελφών, που γιορτάζει τα 110 χρόνια από την ίδρυσή του. Το θέμα του
εφετινού εορτασμού είναι «Μουσεία (μνήμη + δημιουργικότητα) = κοινωνική
αλλαγή». Μια εξίσωση που έχει στόχο να αναδείξει τον ρόλο των μουσείων
ως κέντρων διαφύλαξης της ιστορικής μνήμης και ενίσχυσης της πνευματικής
δημιουργίας, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της συνοχής των κοινοτήτων, την
ανάπτυξη και εν τέλει τον μετασχηματισμό τους προς όφελος των ιδίων
αλλά και της ανθρωπότητας.
Η επιλογή του Μουσείου Δελφών έγινε για τη διαχρονική προσφορά και τη
συμβολή του στη διάσωση και προβολή της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής
κληρονομιάς.
Μουσειολόγοι στην ξενιτιά
Τελευταία συνεδρίαση του Συμβουλίου Μουσείων. Στον προθάλαμο του
Συμβουλίου, ένας νεαρός μουσειολόγος αγωνιούσε για τη μελέτη που θα
συζητούνταν σε λίγο. Εμφανώς απογοητευμένος, μας εξήγησε ότι ετοιμάζεται
να ξενιτευτεί ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη στις επαγγελματικές του
αναζητήσεις. Από εκείνον μάθαμε πως στην Ελλάδα με τα εκατοντάδες
μουσεία δεν γίνονται σχεδόν ποτέ προκηρύξεις θέσεων για μουσειολόγους.
Αυτή τη στιγμή, στη χώρα έχουμε 800 μουσειολόγους, όλους από
μεταπτυχιακά προγράμματα, συνήθως από ξένα πανεπιστήμια, αυτοί που έχουν
απορροφηθεί όμως είναι ελάχιστοι. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι
συμβάσεις κάποτε λήγουν και οι μουσειολόγοι, όπως ακριβώς και οι
αρχαιολόγοι, δεν μπορούν να ξαναδουλέψουν για το ελληνικό Δημόσιο. Έτσι,
ως μοναδική λύση προκρίνουν την αναζήτηση προγραμμάτων ή μονιμότερης
εργασίας στο εξωτερικό. Η ανωνυμία του νεαρού μουσειολόγου είναι
επιβεβλημένη, καθώς η συζήτηση έγινε περισσότερο σαν εξομολόγηση. Ακόμα
ένας τομέας όπου τα όνειρα των νέων τσακίζονται.
Πηγή: topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου