Αυτό τον καιρό η έννοια του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή έχει
αποκτήσει σημαντική πολιτική σημασία, καθώς δραπέτευσε από τα εγχειρίδια
των μακροοικονομικών και κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο τόσο στην
Ελλάδα όσο και αλλού. Καλό είναι λοιπόν να ξέρουμε τι λέμε όταν
αναφερόμαστε σε αυτόν.
Ο υπολογισμός του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή της χώρας δεν είναι
απλή υπόθεση και πράγματι υπάρχει σοβαρός λόγος που οι οικονομολόγοι
διαφωνούμε μεταξύ μας. Άλλο αυτό όμως και άλλο το να γράφονται
αστειότητες.
Ως παράδειγμα παραθέτω κάτι που διάβασα σε γνωστή (τέως σοβαρή) καθημερινή, απογευματινή εφημερίδα: «Ας
θυμηθούμε πως το 2009, με 10% πρωτογενές έλλειμμα, είχαμε ύφεση 2,8%. Ο
πολλαπλασιαστής ήταν -3,5 – ούτε 0,5, ούτε 0,75, ούτε 1,7! Για κάθε
παραπανίσιο ευρώ που έμπαινε στην οικονομία, χάνονταν τριάμιση ευρώ!»
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, το ΔΝΤ έκανε μεν λάθος
υπολογισμό του πολλαπλασιαστή όχι επειδή τον «υποτίμησε» (θεωρώντας ότι
ήταν της τάξης του 0,5 όταν έφτανε το 1,7) αλλά επειδή τον «υπερτίμησε»
(καθώς στην πραγματικότητα ήταν -3,5 αντί για +0,5, +0,75 ή +1,7).
Αν ο αρθρογράφος ήταν πρωτοετής φοιτητής, και έγραφε τέτοιες
ανοησίες, θα μηδενιζόταν. Όμως τέτοιες στοιχειώδεις παρανοήσεις
παρατηρούνται σε πολλά άρθρα «σοβαρών» αρθρογράφων και για αυτό είναι
αναγκαίο να βάλουμε τα πράγματα στην θέση τους.
Εν αρχή ήν το εθνικό εισόδημα, το ΑΕΠ της χώρας, η πηγή όλων των
εισοδημάτων όλων μας. Καθώς το εθνικό εισόδημα «κυκλοφορεί» στην
οικονομία (π.χ. καθώς οι καταναλωτές ξοδεύουν, οι επιχειρήσεις
χρησιμοποιούν αυτά τα έσοδα για να πληρώνουν μισθούς, οι μισθωτοί από
τους μισθούς τους καταβάλουν φόρους, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί μέρος των
φόρων για να δίνει συντάξεις και επιδόματα, τα επιδόματα ξοδεύονται
κλπ), κάποια ποσά «χάνονται», βγαίνουν από την κυκλοφορία του, και
κάποια άλλα προστίθενται σε αυτήν.
Παραδείγματος χάριν, χρήματα που κερδίζουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις
λειτουργούν ως τονωτικές ενέσεις στην ροή του εθνικού εισοδήματος. Το
ίδιο και οι δημόσιες επενδύσεις (π.χ. επέκταση του Μετρό). Το ίδιο και
οι ιδιωτικές επενδύσεις (π.χ. μια νέα επένδυση ξένης ή ελληνικής
εταιρείας). Αυτά τα τρία, εξαγωγικό (ή τουριστικό) εισόδημα, δημόσιες
δαπάνες και ιδιωτικές επενδύσεις, αποτελούν τις τρεις «ενέσεις» στο ΑΕΠ.
Περιληπτικά, οι συνολικές «ενέσεις» στο ΑΕΠ είναι το άθροισμα των
ιδιωτικών επενδύσεων, των δημόσιων δαπανών και των εισοδημάτων από το
εξωτερικό (εξαγωγές, τουρισμός, εμβάσματα).
Από την άλλη, έχουμε και τριών ειδών «απώλειες» από την κυκλοφορία
του ΑΕΠ της χώρας: (α) τα χρήματα που ξοδεύουμε για εισαγωγές (τα οποία
ουσιαστικά εγκαταλείπουν την επικράτεια), (β) τα χρήματα που κάποιος
βάζει στο σεντούκι για μια δύσκολη στιγμή (δηλαδή οι αποταμιεύσεις), και
(γ) τα χρήματα που μας παίρνει η εφορία τα οποία, και αυτά, αφαιρούνται
από την κυκλοφορία του ΑΕΠ. Περιληπτικά, το άθροισμα, σε ευρώ, αυτών
των «απωλειών» ισούται με το άθροισμα των φορών που εισπράττει το
κράτος, των αποταμιεύσεων, και των χρημάτων που ξοδεύουμε για εισαγωγές,
ταξίδια στο εξωτερικό κλπ.
Ερχόμαστε λοιπόν στον πολλαπλασιαστή ή, για την ακρίβεια, στους δύο πολλαπλασιαστές της οικονομίας μας. Στον πολλαπλασιαστή «ενέσεων», έστω μ, και στον πολλαπλασιαστή «απωλειών», έστω λ. Η έννοιά τους είναι τόσο απλή όσο δύσκολος είναι ο υπολογισμός τους: Αν ξάφνου οι «ενέσεις» μειωθούν αυτόνομα κατά 1 ευρώ (τι σημαίνει αυτό το αυτόνομα
θα το δούμε στην επόμενη παράγραφο – καθώς έχει μεγάλη σημασία), το ΑΕΠ
της χώρας μειώνεται κατά μ ευρώ. Κι αντίθετα, αν οι «ενέσεις» αυξηθούν
αυτόνομα κατά 1 ευρώ τότε το ΑΕΠ αυξάνεται κατά μ ευρώ. Κάτι αντίστοιχο,
από την ανάποδη όμως, ισχύει για τον πολλαπλασιαστή «απωλειών», το λ:
Αν αυξηθούν οι «απώλειες» κατά 1 ευρώ (π.χ. αυξηθούν οι φόροι αυτόνομα),
τότε το ΑΕΠ μειώνεται κατά λ ευρώ (και το αντίθετο, αν μειωθούν οι
«απώλειες» κατά 1 ευρώ τότε το ΑΕΠ, ανεβαίνει κατά λ ευρώ). Να γιατί οι
αριθμοί μ και λ ονομάζονται πολλαπλασιαστές: επειδή πολλαπλασιάζουν τις
αυτόνομες αλλαγές των «ενέσεων» και των «απωλειών» επηρεάζοντας έτσι
πολλαπλασιαστικά το εθνικό εισόδημα. Π.χ. αν μ=1,8 και λ=0,8 και
αυξηθούν οι φόροι αυτόνομα κατά 1 δις, τότε το
ΑΕΠ μειώνεται κατά 800 εκ. ευρώ (-λΧ1 δις) ενώ αν την ίδια στιγμή
αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά 1 δις το ΑΕΠ θα «τσιμπήσει» μΧ1
δις =1,8 δις.
Σε αυτό το σημείο πρέπει εσπευσμένα να εξηγήσω γιατί επιμένω, ξανά και ξανά σε αυτό το αυτόνομα: Οι πολλαπλασιαστές αφορούν αποκλειστικά την αυτόνομη μεταβολή των «ενέσεων» (π.χ. των δημόσιων δαπανών) και των «απωλειών» (π.χ. των φόρων) και όχι τις αυτόματες μεταβολές τους. Τι σημαίνει τώρα αυτόνομη και τι αυτόματη μεταβολή των «ενέσεων» και/ή των «απωλειών» και ποια η διαφορά τους;
Να τι δεν σημαίνει αυτόνομη μεταβολή:
• Όταν οι φόροι μειώνονται λόγω της ύφεσης, επειδή δηλαδή μειώνονται τα εισοδήματα των πολιτών (δηλαδή πέφτει το ΑΕΠ), δεν έχουμε αυτόνομη μείωση των φόρων – η μείωση αυτή προκύπτει αυτόματα (και ουχί αυτόνομα) εξ αιτίας της μείωσης του ΑΕΠ.
• Όταν τα επιδόματα ανεργίας αυξάνονται λόγω του μεγαλύτερου αριθμού ανέργων, αυτό δεν αποτελεί μια αυτόνομη αύξηση των δημόσιων δαπανών (αλλά πρόκειται για άλλη μια περίπτωση αυτόματων μεταβολών που κι αυτή είναι απόρροια της μείωσης του ΑΕΠ).
• Όταν τα επιδόματα ανεργίας αυξάνονται λόγω του μεγαλύτερου αριθμού ανέργων, αυτό δεν αποτελεί μια αυτόνομη αύξηση των δημόσιων δαπανών (αλλά πρόκειται για άλλη μια περίπτωση αυτόματων μεταβολών που κι αυτή είναι απόρροια της μείωσης του ΑΕΠ).
Πότε θα χαρακτηρίζονταν ως αυτόνομες οι μεταβολές σε δαπάνες και φόρους; Η απάντηση είναι: όταν δεν αποτελούν αυτόματες αντιδράσεις των δημόσιων δαπανών και των φόρων στις αυξομειώσεις του ΑΕΠ. Π.χ,
• Όταν οι φόροι αυξάνονται επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει
τον ΦΠΑ, τον συντελεστή του φόρου εισοδήματος, ή τις «αντικειμενικές»
αξίες των ακινήτων.
• Όταν οι δαπάνες μειώνονται επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει τις συντάξεις ή τα κονδύλια των νοσοκομείων ή τα επιδόματα
• Όταν οι δαπάνες μειώνονται επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε να μειώσει τις συντάξεις ή τα κονδύλια των νοσοκομείων ή τα επιδόματα
Έχοντας ξεκαθαρίσει την διαφορά μεταξύ αυτόνομων και αυτόματων
μεταβολών των «ενέσεων» και των «απωλειών» , προχωρούμε στον εξής απλό
ορισμό: Οι πολλαπλασιαστές αφορούν το αποτέλεσμα επί του
εθνικού εισοδήματος μόνο των αυτόνομων μεταβολών των «ενέσεων» ή/και των
«απωλειών» - και όχι των αυτόματων μεταβολών τους.
Ας δούμε ένα απλό αριθμητικό παράδειγμα: Έστω ότι μια χρονιά (π.χ. το
2009) ο πολλαπλασιαστής «ενέσεων» μ ήταν ίσος με 2 και ο
πολλαπλασιαστής «απωλειών» λ ήταν ίσος με 1. (Δεν λέω ότι αυτά ήταν τα
μεγέθη τους. «Έστω ότι ήταν αυτά» λέω λόγου χάριν.) Έστω ακόμα ότι την
ίδια χρονιά μειώνονταν οι αυτόνομες «ενέσεις» κατά 3,57 δις. Π.χ. λόγω
της επερχόμενης Κρίσης (μετά την κατάρρευση της Wall Street και το
παγκόσμιο «στέγνωμα» κεφαλαίων), οι επιχειρήσεις μείωναν τις επενδύσεις
τους κατά, π.χ., 1,5 δις ευρώ την ώρα που ο τουρισμός απέφερε 2,07 δις
λιγότερα (καθώς η Κρίση κράτησε κάποιους ξένους τουρίστες στα σπίτια
τους). Αποτέλεσμα είναι το ΑΕΠ να πέσει κατά μΧ3,57 το οποίο, αν μ=2,
ισούται με 7,14 δις ή κατά 2,8% ως ποσοστό του αρχικού ΑΕΠ (που το 2009
ήταν γύρω στα 255 δις). Παράλληλα, η πτώση αυτή του ΑΕΠ είναι λογικό να
αυξήσει το πρωτογενές έλλειμμα δεδομένου ότι: (α) μειώνονται οι φόροι
που λαμβάνει το κράτος (καθώς τα εισοδήματα και η απασχόληση έχουν
υποστεί μείωση), ενώ από την άλλη (β) αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες
(π.χ. μεγαλύτερη δαπάνη για επιδόματα ανεργίας καθώς οι ουρές στον ΟΑΕΔ
μεγαλώνουν).
Το παράδειγμά μου δεν διεκδικεί την αριθμητική ακρίβεια καθώς τα
νούμερα αυτά τα επέλεξα τυχαία. Αυτό όμως που δείχνει υπεράνω
αμφισβήτησης είναι το εξής απλό και σημαντικό: Η σύμπτωση
της μείωσης του ΑΕΠ μιας χώρας, δηλαδή μιας Ύφεσης, με την αύξηση του
πρωτογενούς ελλείμματος της κυβέρνησης δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι
έχουμε αρνητικό πολλαπλασιαστή! Όπως είδαμε στο πιο πάνω
παράδειγμα, ο πολλαπλασιαστής αυτόνομων «ενέσεων» μπορεί να είναι
κάλλιστα +2 και, την ίδια χρονιά, να παρατηρηθεί και ύφεση και αύξηση
του ελλείμματος. Για την ακρίβεια αυτό συμβαίνει πάντοτε σε περιπτώσεις
ύφεσης-κρίσης. Στην Αμερική, στην Γερμανία, στην Νότια Αφρική, στην
Ελλάδα, παντού! Μόνο ένας αγράμματος μπορεί να συμπεράνει από την
παρατήρηση της «σύμπτωσης» (α) μιας ύφεσης και (β) ενός διογκούμενου
πρωτογενούς ελλείμματος ότι ο πολλαπλασιαστής μ είναι αρνητικός.
Τι σημασία έχουν αυτά; Τεράστια φίλες και φίλοι. Αν πράγματι (όπως
τώρα παραδέχεται το ΔΝΤ) οι πολλαπλασιαστές μ και λ ισούνται με μ=1,7
και λ= =0,7, τα μέτρα των 9,6 δις που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση το 2013
θα μειώσουν το ΑΕΠ της χώρας κατά 12,7 δις. Συγκρίνετε αυτή την
περαιτέρω καθίζηση (άντε μετά η κυβέρνηση να συμμαζέψει την ανεργία όταν
το ΑΕΠ κατρακυλήσει τόσο) με το τι θα συνέβαινε αν είχε δίκιο ο
αγράμματος αρθογράφος και, τελικά, ο πολλαπλασιαστής «ενέσεων» μ ισούται
με -3,5: τότε τα μέτρα των 9.6 δις θα αύξαναν το ΑΕΠ κατά περίπου 38,2
δις! Η διαφορά μεταξύ των δύο εκτιμήσεων ισοδυναμεί με το χάσμα που
χωρίζει την θυσία εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας στον Καιάδα της
Κρίσης από την εθνική σωτηρία.
Παράρτημα για... μαζοχιστές-αναγνώστες: Η σχέση των δύο πολλαπλασιαστών μ και λ
Ο πολλαπλασιαστής «ενέσεων» μ και ο πολλαπλασιαστής «απωλειών» λ
σχετίζονται άρρηκτα μεταξύ τους. Για την ακρίβεια: λ=μ-1. Αυτό ισχύει
επειδή ο πολλαπλασιαστής μ δίδεται από τον λόγο 1/γ όπου γ είναι το ποσοστό του τελευταίου ευρώ εθνικού εισοδήματος το οποίο «βγήκε» από την εγχώρια κυκλοφορία του εθνικού εισοδήματος. Παράλληλα,
ο πολλαπλασιαστής λ=(1-γ)/γ. Άρα, λ = μ-1. Αυτό σημαίνει ότι μία μείωση
των δημόσιων επενδύσεων (που συγκαταλέγονται στις «ενέσεις» Ε) κατά 1
δις ευρώ οδηγεί στην απώλεια μ δις εθνικού εισοδήματος ενώ μια αύξηση
φόρων ακινήτων (που συγκαταλέγονται στις «απώλειες» Α) κατά 1 δις ευρώ
μειώνει το ΑΕΠ κατά μ-1 δις ευρώ.
Γιάννης Βαρουφάκης
Πηγή: protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου